Conference Presentations by Clio Papazoglou

Μ. Ξανθοπούλου – Ευγ. Γιαννούλη – Ελ. Ζυμή - Αιμ. Μπάνου – Χρ. Παπαδοπούλου (επιστ. επιμ.), ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ 3 Πρακτικά της Γ΄ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης Καλαμάτα, 2–5 Ιουνίου 2021 , 2024
Since the foundation of the Ephorate of Antiquities of Corinthia in October 2014, its qualified p... more Since the foundation of the Ephorate of Antiquities of Corinthia in October 2014, its qualified personnel have been entrusted with the documentation and conservation of a considerable number of religious heirlooms. These heirlooms are dated between the early 18th century and the first decades of the 20th century, with the exception of one icon of the 17th century. A group of 12 objects have already been conserved, a procedure that has offered crucial data as far as their dating and creation is concerned. Five of these objects, the most interesting in terms of iconography and chronology, are published here, along with all the valuable information on their conservation. These include a) a 17th-century icon of the Virgin Portaitissa probably by a workshop of the Mount Athos, b) a triptych of 1711 by the same Macedonian workshop as an icon of the Deesis
and saints now in the Oikonomopoulos Collection (Museum of Byzantine Culture in Thessaloniki), c) an icon of the Virgin of the Passion with seven prefigurations of the Virgin, dated to 1767, with unique iconography, probably made in an Ionian Island workshop, d) a triptych enkolpion of carved wood with silver frame, dating to the second half of the 18th century, and e) a wooden replica of the larnax with the relic of Saint Dionysios of Zakynthos, dated to the late 19th century with a 20th century
representation of the saint.
Books by Clio Papazoglou

᾿ΕΡΓΟΝ ΘΕΙΟΝ. ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ, 2025
Χ., ἡ ὁποία καὶ ἔθεσε τέλος σ᾿ ἕναν ἀγῶνα ἑκατό (100) καί πλέον ἐτῶν. Κατὰ τὴν ἱστορικὴ της πορεί... more Χ., ἡ ὁποία καὶ ἔθεσε τέλος σ᾿ ἕναν ἀγῶνα ἑκατό (100) καί πλέον ἐτῶν. Κατὰ τὴν ἱστορικὴ της πορεία ἡ Ἐκκλησία ἐθριάμβευσε πολλὲς φορὲς ἐπὶ τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης. Ἀλλ᾿ ἀπὸ ὅλες αὐτές τίς νίκες της μόνο ἡ νίκη κατὰ τῆς Εἰκονομαχίας, ἡ νίκη τῆς ὀρθῆς πίστεως ὡς πρός τὴν εἰκόνα διεκηρύχθη ἐπίσημα. Εἶναι ἡ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ πρώτη τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Τό γεγονὸς αὐτὸ μᾶς φανερώνει τὴν σπουδαιότητα, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἀποδίδει στήν εἰκόνα, ὄχι δὲ σὲ ὁποιοδήποτε εἶδος ἀπεικονίσεως, ἀλλὰ στόν εἰκονιστικὸ ἐκεῖνο τύπο, τὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἐπεξεργάσθηκε καὶ καθιέρωσε κατὰ τοὺς ἀγῶνες της ἐναντίον τῆς εἰδωλολατρείας, τῆς εἰκονομαχίας καὶ ἄλλων πλανῶν. Ἡ εἰκόνα δέν εἶναι μία ἁπλὴ ἀναπαράστασι, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ νατουραλιστικὴ ζωγραφική, ὡς πιστὴ ἀπεικόνησι τῆς πραγματικότητος ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τόπο καὶ χρόνο δέν υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, οὔτε διακόσμησι, οὔτε ἀκόμη εἰκαστικὴ ἀπόδοσι τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Εἶναι κάτι τό μεγαλύτερο. Εἶναι λατρευτικὸ ἀντικείμενο, ἀναπόσπαστο μέρος τῆς θείας λατρείας. Ἡ εἰκόνα, σύμφωνα μέ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιστοιχεῖ ἐξ ὁλοκλήρου πρός τὸν λόγον τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ὅ,τι ὁ λόγος μεταδίδει διὰ τῆς ἀκοῆς, ἡ ζωγραφικὴ τό δεικνύει σιωπηρῶς μέ τὴν παράστασιν» (Μ. Βασ. PG 31, 509 Α). Καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπαναλαμβάνουν τοὺς λόγους τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ διευκρινίζουν: «Μὲ αὐτὰ τὰ δύο μέσα, τὰ ὁποῖα ἀλληλοσυνοδεύονται… λαμβάνομεν γνῶσιν τῶν ἰδίων πραγματικοτήτων» (Mansi XIII, 300 C). Τό Εὐαγγέλιο μᾶς καλεῖ στήν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ ἡ εἰκόνα τὴν παριστάνει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ εἰκόνες ἢ οἱ τοιχογραφίες προσφυέστατα ὀνομάσθηκαν «τὰ βιβλία τῶν ἀγραμμάτων», ἀφοῦ αὐτὲς ἐλειτούργησαν σὰν ἕνα εἶδος ἀνοικτῶν βιβλίων σὲ καιρούς πού οἱ Χριστιανοὶ οὔτε γράμματα πολλὰ ἐγνώριζαν γιά νά διαβάσουν, οὔτε τὰ ἱερὰ βιβλία εἴχαν «εὔκαιρα εἰς μελέτην». Ἡ εἰκόνα εἶναι μία ὁρατὴ μαρτυρία ὅσον τῆς συγκαταβάσεως τοῦ Θεοῦ πρός τὸν ἄνθρωπο, τόσον καὶ τῆς φορᾶς τοῦ ἀνθρώπου πρός τὸν Θεόν. Ἄλλωστε «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ» (Ἰῳ. α', 14) καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «Εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολ. α', 15) διὸ καὶ Τόν ἐξεικονίζουμε! Οἱ πιστοὶ προσκυνοῦμε τίς ἅγιες Εἰκόνες «τιμητικῶς» καὶ ὄχι «λατρευτικῶς», ἀφοῦ ἡ λατρεία ἀνήκει κατ᾿ ἀποκλειστικὸ τρόπο στόν Τριαδικὸ Θεό, καὶ κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο ἡ τιμή πού ἀποδίδουμε στίς εἰκόνες «ἐπὶ τό πρωτότυπον διαβαίνει», περνάει, δηλαδή, στό Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ † Ο ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Μόνο ἡ θυσία ἐξ᾽ ἀγάπης τοῦ Ἑνός, τοῦ Μοναδικοῦ, πού εἰκονίζεται ἐπί τοῦ Σταυροῦ, ἀνθίσταται, κατά τόν ποιητή, στήν παρακμιακή κατάσταση τοῦ τοπίου πού περιγράφει καί πού «φωτογραφίζει» τήν καθημερινότητά μας. Οἱ εἰκόνες εἶναι σάν τούς μετρητικούς πασσάλους στό δρόμο μας πρός τήν καινή κτίσι, ὥστε, σύμφωνα μέ τήν ἔκφρασι τοῦ Ἀποστόλου μας· «… τήν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τήν αὐτήν εἰκόνα μεταμορφούμεθα…» (Β' Κορ. γ', 18). Γι᾽ αὐτό θέλουμε νά εὐχαριστήσουμε θερμά τήν Προϊσταμένη τῆς Ἐφορείας Ἀρχαιοτήτων Κορινθίας κ. Παναγιώτα Κασίμη, τήν Προϊσταμένη Τμήματος Βυζαντινῶν Χώρων καί Μουσείων Ἐφορείας Ἀρχαιοτήτων Κορινθίας κ. Μαρία Ἀγρέβη, ὅλους ὅσοι συνεργάστηκαν στήν συντήρησι τῶν δέκα (10) ἀπό τίς δεκατέσσαρες (14) μεταβυζαντινές εἰκόνες (17ος ἕως καί 19ος αἰων.) κτήματα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Μουσείου τῆς Ἱ. Μητροπόλεώς μας, πού θά φιλοξενηθοῦν στήν Ἔκθεσι, τήν κ. Ἀντωνία Τζαναβάρα, ἀναπληρώτρια Προϊσταμένη τῆς Διευθύνσεως Πολιτισμοῦ τοῦ Δήμου Κορινθίων, τήν κ. Γεωργία Τσώρη, Ἐμψυχώτρια Ἐκπαιδευτικῶν Προγραμμάτων τῆς Δημοτικῆς Πινακοθήκης καί τούς ἐργαζόμενους σ᾽αὐτήν, πού θά παράσχουν τήν δυνατότητα καί τήν χαρά στό κοινό τῆς θέας τῶν μορφῶν τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων, καί τῶν γεγονότων τῆς θείας Οἰκονομίας τῆς ἀφορώσης στήν σωτηρία μας ἀπό τό κειμηλιαρχεῖο τῆς Ἀποστολικῆς Ἱ. Μητροπόλεώς μας. Χάριτας χρωστοῦμε καί στόν κ. Νικόλαον Σταυρέλην, Δήμαρχο Κορινθίων ὡς καί στόν Ἀντιδήμαρχο Πολιτισμοῦ τοῦ Δήμου μας κ. Παναγιώτη Λαμπρινό γιά τήν χορηγία καί γιά ὅσα ἐμόχθησαν πρός πραγματοποίησι τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκθέσεως. Ἡ ἔκθεσι συνιστᾶ, πιστεύουμε, ἕνα Ἐκκλησιαστικό, θεολογικό, καλλιτεχνικό ὡς καί Ἐθνικό γεγονός ὑπό τήν ἔννοια ὅτι σέ «δυσχειμέρους» χρόνους (17ος, 18ος καί 19ος αἰω.) οἱ πιστοί Ἕλληνες, διά τῆς εὐλαβείας τους, δημιουργοῦν καί πολιτισμό, πού τόν διέσωσαν μαζί μέ τήν πίστι τους καί ὅταν ξεριζώθηκαν ἀπό τίς «ἀλησμόνητες» πατρίδες, ἀφοῦ κάποια ἀπό τά ἐκθέματα ἀποτελοῦν δωρεές προσφύγων ἀπό τήν Μικρά Ἀσία. Ἀξιομνημόνευτος ἀπό τά ἐκθέματα καί ἡ «παρρησία» ἀπό τήν Ἱ. Μονή Προφήτου Ἠλιού Ζαχόλης. Πρόκειται γιά τό ἕνα (1) ἀπό τά τρία (3) φύλλα, τοῦ τριπτύχου συνήθως, μέ τά ὀνόματα τῶν δωρητῶν τῆς Ἱ. Μονῆς, ἀναρτημένο στόν χῶρο τῆς Ἁγίας Προθέσεως πρός μνημόνευσι ἀπό τούς λειτουργοῦντας Ἐφημερίους. Ἐπίσης ἀξιοπρόσεκτος καί ἡ εἰκόνα τοῦ ὁράματος τοῦ ἐφίππου Ἁγίου Κων/νου παρά τήν Μουλβία (ἤ Μιλβία) Γέφυρα (312 μ.Χ.) ἀπό τό σπηλαιῶδες Καθολικό τῆς ὁμώνυμης Ἱ. Μονῆς στό Γελλήνι Κορινθίας κατ᾽ ἀναλογία (ἤ κατά μήμησι ἤ ἔμπνευσι) τῆς εἰκόνος τῆς ἐφίππου μητέρας Του Ἁγίας Ἑλένης στήν Ἱ. Μονή Ἁγίας Αἰκατερίνης τοῦ Σινᾶ!!! Τῶν Ἁγιογράφων ἐπωνύμων, ὡς Δημητρίου τοῦ Νομικοῦ ἐκ Ζακύνθου, Ἰωάννου Ἱερέως καί Οἰκονόμου ἐξ Ἄργους, Χριστοδούλου Ἐπιβατιανοῦ, ἀνωνύμων πού ἐφιλοτέχνησαν, τῶν δωρητῶν, ὡς τοῦ ἀοιδίμου προκατόχου ἡμῶν Γρηγορίου β' τοῦ Νοταρᾶ (1694-1715), πού ἐδαπάνησαν, τῶν Μοναχῶν, Μοναζουσῶν καί εὐλαβῶν Χριστιανῶν πού ἔμπροσθεν αὐτῶν προσευχήθησαν καί πολλάκις ἠσπάσθησαν αἰωνία ἡ μνήμη! πρόσωπο ποὺ εἰκονίζουν. Δέν λατρεύουμε τὴν ὕλη, τό ξύλο καὶ τὰ χρώματα μέ τὰ ὁποῖα εἶναι φιλοτεχνημένη ἡ εἰκόνα. Ἡ προσκύνησι τῆς εἰκόνας εἶναι ἕνα παράθυρο ἀνοικτὸ πρός τό ἀρχέτυπο˙ μέσα ἀπὸ τὴν εἰκόνα ἀτενίζουμε τό πρόσωπο τοῦ τιμώμενου Ἁγίου ὅπως καὶ αὐτὸς ἀτενίζει πρός ἐμᾶς. Ἂν ὁ λόγος καὶ τό ᾆσμα τῆς Ἐκκλησίας ἐξαγιάζουν τὴν ψυχὴ μας διὰ τῆς αἰσθήσεως τῆς ἀκοῆς, ἡ εἰκόνα ἁγιάζει αὐτὴν διὰ τῆς αἰσθήσεως τῆς ὁράσεως, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πρώτη μεταξὺ τῶν αἰσθήσεων κατὰ τοὺς Πατέρας˙ «ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμὸς» (Ματθ. στ', 22) λέγει ὁ Κύριος! Οἱ εἰκόνες μᾶς μαθαίνουν πώς νά τιμοῦμε τίς ζωντανὲς εἰκόνες, δηλαδὴ τοὺς συνανθρώπους μας «εἰ καὶ στίγματα φέροντες πταισμάτων». Ὅταν σεβόμεθα τὸν ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα Θεοῦ, δέν προσποιούμεθα ὅτι δέν ὑπάρχουν ἀτέλειες, ὅπως δέν παραβλέπουμε ὅτι ἡ εἰκόνα εἶναι κατασκευασμένη ἀπὸ ξύλο καὶ χρώματα. Γνωρίζουμε ὅτι αὐτὰ τὰ ὑλικὰ ὑπάρχουν, ἀλλὰ δέν προσδιορίζουν οὔτε καθορίζουν τὴν εἰκόνα. Ἡ ἀπώτερη ἀλήθεια βρίσκεται στό ἀρχέτυπο -πρόκειται γιά μία βαθυτέρη ἀλήθεια πέρα ἀπὸ τὴν εἰκόνα. Ὅταν ἀναφερόμεθα στόν ἀνθρωπο, ἡ βαθυτέρη αὐτὴ ἀλήθεια εἶναι ἡ ἐσχατολογικὴ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου πού θὰ συναντήσουμε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ τὸν ἀγαποῦμε αἰώνια. Εἶναι ἀληθές ὅτι ἡ Λειτουργική καί Μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἀχώριστη ἀπό τήν εἰκόνα. Πρίν ἀκόμη εἰσέλθη στό Θυσιαστήριο γιά νά τελέσει τήν Θ. Λειτουργία, τήν κατ᾽ ἐξοχή προσευχή τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Κλῆρος «λαμβάνει καιρόν», ἀπαγγέλλει, δηλαδή, μία προσευχή ἐξαγνισμοῦ «ἔμπροσθεν τῶν ἁγίων θυρῶν» καί μία ὁμολογία πίστεως ἐνώπιον τῶν λεγομένων Δεσποτικῶν εἰκόνων. Ἡ εἰκόνα εἶναι λατρευτικό ἀντικείμενο καί καλεῖται εὔστοχα «θεολογία μέ ὁρατάς παραστάσεις». Τοῦτο καθιστᾶ εὐνόητο ὅτι τό βάθος τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης, ἡ ἔννοιά της καί τό περιεχόμενό της οὔτε ἐννοεῖται οὔτε ἐξηγεῖται ἔξω τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Τότε θά ἀναρωτηθεῖ κάποιος· πρός τί ἡ ἔκθεσι ὑπό τόν τίτλο: «ΕΡΓΟΝ ΘΕΙΟΝ -ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ» καί δή καί στήν Δημοτική Πινακοθήκη Κορίνθου καί σέ συνεργασία μέ τήν Ἐφορεία Ἀρχαιοτήτων Κορινθίας, ἡ ὁποία θά διαρκέσει καθ᾽ ὅλο τό πρῶτο τρίμηνο τοῦ ἔτους 2025, πού διανύουμε; Ἡ ἀπάντησι εὑρίσκεται στήν ἀπόφανσι τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἐντέλλεται νά θέτουμε τίς εἰκόνες, ὡς καί τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, σἐ ὅλους τούς Ναούς, στούς οἴκους καί «εἰς τάς δημοσίας ἔτι ὁδούς», διότι βλέπει στήν εἰκόνα ἕνα ἀπό τά μέσα, τά ὁποῖα μᾶς βοηθοῦν, ὥστε νά πραγματοποιήσουμε τήν κλῆσι μας, δηλαδή νά ὁμοιωθοῦμε πρός τό θεῖο Πρότυπό μας, νά ἐκπληρώσουμε σ᾽ ὅλη μας τήν ζωή ὅ,τι μᾶς ἀπεκαλύφθη ἀπό τόν Ἐνανθρωπήσαντα Λόγον τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης οἱ εἰκόνες τοποθετοῦ-νται παντοῦ ὡς ἁγιασμός τοῦ κόσμου διά τῆς χάριτος, ἡ ὁποία ἀνήκει σ᾽ αὐτές. Καί μέσα σ᾽ ἕνα κόσμο, σ᾽ αὐτόν πού ζοῦμε σήμερα, πού παντοῦ καραδοκεῖ ἡ ἀπουσία, ἡ ἀνεστιότητα, ἡ ἀνασφάλεια, ἡ εἰκόνα ἔχει κάτι νά μᾶς ᾽πεῖ. Τό μαρτυρεῖ ὁ Γιάννης Ρίτσος στό ποίημά του «ΤΑ ΚΑΡΦΙΑ»: «Κι᾽ αὐτό περιττό κι ἐκεῖνο καί τ᾽ ἄλλο. Ψόφησε τό σκυλί, ψόφησε τ᾽ ἄλογο. Ὁ ἄδειος κουβᾶς κάτω ἀπό τή σκάλα. Πλανόδιοι ψαράδες φωνάζουν στό δρόμο. Τό σπίτι βουΐζει ἀπουσία καί μές στόν καθρέφτη χλωμός ὁ Ἐσταυρωμένος σφίγγει φιλάργυρα στίς φοῦχτες του τά δύο καρφιά του» («Ἀργά, πολύ ἀργά μέσα στήν νύχτα», ἐκδ. ΚΕΔΡΟΣ, Ἀθήνα 1991, σ. 157).
ΈΡΓΟΝ ΘΕΙΟΝ - ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ, 2025
-
Uploads
Conference Presentations by Clio Papazoglou
and saints now in the Oikonomopoulos Collection (Museum of Byzantine Culture in Thessaloniki), c) an icon of the Virgin of the Passion with seven prefigurations of the Virgin, dated to 1767, with unique iconography, probably made in an Ionian Island workshop, d) a triptych enkolpion of carved wood with silver frame, dating to the second half of the 18th century, and e) a wooden replica of the larnax with the relic of Saint Dionysios of Zakynthos, dated to the late 19th century with a 20th century
representation of the saint.
Books by Clio Papazoglou
and saints now in the Oikonomopoulos Collection (Museum of Byzantine Culture in Thessaloniki), c) an icon of the Virgin of the Passion with seven prefigurations of the Virgin, dated to 1767, with unique iconography, probably made in an Ionian Island workshop, d) a triptych enkolpion of carved wood with silver frame, dating to the second half of the 18th century, and e) a wooden replica of the larnax with the relic of Saint Dionysios of Zakynthos, dated to the late 19th century with a 20th century
representation of the saint.