
Katerina Chatziantoniou
Katerina Chatziantoniou is a Post Doctoral Researcher at the Department of International & European Studies of University of Piraeus in the field of International Relations and European Studies. She is a Graduate of Panteion University of Political and Social Sciences (Athens, Greece), Department of International and European Studies (degree in International Studies 1995). She then received a Msc in International and Security Policy from the Program of European and International Studies, Department of International and European Studies at Panteion University (1998). She also received a Ph.D in European Security, Department of Mediterranean Studies, University of the Aegean (2019).
She has been a NATO Research Fellow (1998-2000). She worked at the Defense Analyses Institute, MoD (1999-2003) as an analyst. She also worked at the Hellenic Foundation for European and Foreign Policy (ELIAMEP) as a researcher (2001-2004) and at the Institute of International Relations (IDIS), Panteion University as Assistant researcher (1994-1995).
She has taught Political Science at the Hellenic Air Force Academy and as a Lecturer of Political Science and International Relations in the Air Force War School (1998-2000). Member of the Hellenic Political Science Assosiation.
./.
Η Κατερίνα Χατζηαντωνίου είναι Μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, στον τομέα των Διεθνών Σχέσεων και των Ευρωπαϊκών Σπουδών. Είναι απόφοιτος του Παντείου Πανεπιστημίου Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών (κατεύθυνση Διεθνών Σπουδών, 1995).
Στη συνέχεια, έλαβε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, κατεύθυνση: Διεθνής Πολιτική και Ασφάλεια από το Πάντειο Πανεπιστήμιο (1998). Έλαβε επίσης Διδακτορικό Δίπλωμα στην Ευρωπαϊκή Ασφάλεια, Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου (2019).
Έχει διατελέσει υπότροφος ερευνητής του ΝΑΤΟ (1998-2000). Εργάστηκε στο Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων του Υπουργείου Άμυνας (1999-2003) ως αναλύτρια. Εργάστηκε επίσης στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) ως ερευνήτρια (2001-2004) και στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) του Παντείου Πανεπιστημίου ως βοηθός ερευνητή (1994-1995).
Έχει διδάξει Πολιτικές Επιστήμες στη Σχολή Ικάρων και ως Λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων στη Σχολή Πολέμου της Πολεμικής Αεροπορίας (1998-2000). Μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης (ΕΕΠΕ).
Supervisors: Professor Athanassios Platias, University of Piraeus. Professor Panayotis Tsakonas, University of Athens. As. Professor Ioannis Konstantopoulos, University of Piraeus
She has been a NATO Research Fellow (1998-2000). She worked at the Defense Analyses Institute, MoD (1999-2003) as an analyst. She also worked at the Hellenic Foundation for European and Foreign Policy (ELIAMEP) as a researcher (2001-2004) and at the Institute of International Relations (IDIS), Panteion University as Assistant researcher (1994-1995).
She has taught Political Science at the Hellenic Air Force Academy and as a Lecturer of Political Science and International Relations in the Air Force War School (1998-2000). Member of the Hellenic Political Science Assosiation.
./.
Η Κατερίνα Χατζηαντωνίου είναι Μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, στον τομέα των Διεθνών Σχέσεων και των Ευρωπαϊκών Σπουδών. Είναι απόφοιτος του Παντείου Πανεπιστημίου Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών (κατεύθυνση Διεθνών Σπουδών, 1995).
Στη συνέχεια, έλαβε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, κατεύθυνση: Διεθνής Πολιτική και Ασφάλεια από το Πάντειο Πανεπιστήμιο (1998). Έλαβε επίσης Διδακτορικό Δίπλωμα στην Ευρωπαϊκή Ασφάλεια, Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου (2019).
Έχει διατελέσει υπότροφος ερευνητής του ΝΑΤΟ (1998-2000). Εργάστηκε στο Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων του Υπουργείου Άμυνας (1999-2003) ως αναλύτρια. Εργάστηκε επίσης στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) ως ερευνήτρια (2001-2004) και στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) του Παντείου Πανεπιστημίου ως βοηθός ερευνητή (1994-1995).
Έχει διδάξει Πολιτικές Επιστήμες στη Σχολή Ικάρων και ως Λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων στη Σχολή Πολέμου της Πολεμικής Αεροπορίας (1998-2000). Μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης (ΕΕΠΕ).
Supervisors: Professor Athanassios Platias, University of Piraeus. Professor Panayotis Tsakonas, University of Athens. As. Professor Ioannis Konstantopoulos, University of Piraeus
less
Related Authors
Karatzas G . Dimitrios
Hellenic Army Academy
Nefeli Farmaki
National and Kapodistrian University of Athens
Christos Ziogas
University of the Aegean
Dimitrios Kantemnidis
University of the Aegean
George Andreou
Aristotle University of Thessaloniki
Natassa Kordou
National & Kapodistrian University of Athens
Mara Toparlaki
Aristotele University of Thessaloniki
InterestsView All (7)
Uploads
PhD dissertation & Msc Thesιs by Katerina Chatziantoniou
The EU is becoming an increasingly important player on the world stage, while its common external action is constantly expanding in new areas. Irregular migration and the management of the modern form of the migratory phenomenon are one of them. After the end of the cold war, EU gradually was confronted with the crucial question of the successful management of the migratory challenge. In 2015, EU was called upon to face the greatest post-war migratory challenge, as the massive mixed flows of irregular migrants and refugees, which were unprecedented in size, put the whole system in crisis. In the light of the EU's view as an international act, this PhD thesis focuses on the external actions of the European migration policy, of which the handling of irregular migration is a constituent element. The purpose is twofold. On the one hand, to record its influence on immigration issues, whether and to what extent it is capable of effectively influencing its external environment. On the other hand, to detect its international performance which includes the notion of influence, but also other characteristics that define the dynamics of its international role. Both international influence and the international performance of the EU, which is perceived as a dependent variable of its intra-organisational characteristics, its actions and their effectiveness, will be considered in two cases. The first concerns the migration crisis of 2015. The second concerns EU participation in the UN negotiations on the creation of a new international regime on migration issues and its contribution to the formulation of both the global agenda of the new regulatory framework and the regulatory framework itself.
The role of Confidence and Security Building Measures (CSBMs) is of particular
importance in international security in modern times, as experience has shown
that they play an ever-increasing role in preventing war, in strategic and regional
stability, in resolving regional conflicts and in crisis management. CSBMs are
tools that states can use to reduce tensions between them and reduce the
likelihood of accidental war or of a surprise attack. This study examines the
possibility of adopting CSBMs between Greece and Turkey in order to control
the conflicting dynamics of their relations. The analysis of this case uses the
realistic approach of the theory of international relations, which is the
appropriate tool for interpreting the feasibility of adopting such measures
Monographs by Katerina Chatziantoniou
Σήμερα, τα βασικά στοιχεία της ευρωπαϊκής ασφάλειας περιλαμβάνουν ένα μετασχηματισμένο και διευρυμένο ΝΑΤΟ και μια Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμευμένη να αποκτήσει αμυντικές δομές και δυνατότητες για την διαχείριση κρίσεων. Η εμφάνιση μιας νέας ασύμμετρης απειλής κατά των ΗΠΑ, αυτή της τρομοκρατίας, φαίνεται ότι θα λειτουργήσει καταλυτικά στην ανακατανομή των ρόλων στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και στον εκ νέου μετασχηματισμό του ΝΑΤΟ. Η παρούσα Μελέτη εξετάζει πως εξελίχθηκαν οι ευρωπαϊκές δομές ασφάλειας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, στοχεύοντας στην αξιολόγηση αφενός της προόδου που έχει σημειωθεί προς την καθιέρωση μιας νέας συνεργασιακής αντίληψης για την ασφάλεια σε όλη την Ευρώπη και αφετέρου της προοπτικής να αποκτήσει η Ευρώπης μια αυθεντική ταυτότητα σε θέματα ασφάλειας και άμυνας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζονται οι παράμετροι της ευρωπαϊκής ασφάλειας στο μετα-ψυχροπολεμικό περιβάλλον. Αν και από την κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και την αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης έχουν επέλθει ριζικές αλλαγές στην Ευρώπη, δεν έχουν αλλάξει όλα. Τα αμερικανικά συμφέροντα ασφαλείας για την Ευρώπη, όχι μόνο δεν μειώθηκαν αλλά αυξήθηκαν περαιτέρω, λόγω της μοναδικής θέσης που οι ΗΠΑ κατέλαβαν στις παγκόσμιες υποθέσεις. Επιπλέον, οι πολιτικές των σημαντικότερων ευρωπαϊκών κρατών διατήρησαν τον δαιδαλώδη χαρακτήρα τους, ο οποίος στο παρελθόν απέτρεψε την επέκταση της προσπάθειας της ευρωπαϊκής ενοποίησης στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας. Αυτό ήταν το πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύχθηκαν οι πολιτικές ασφάλειας των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών κρατών, αρχικά για να χειριστούν τους νέους κινδύνους και τις προκλήσεις για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, και στην συνέχεια για να προωθήσουν τη συνεργασία σε τρία επίπεδα: σε υπερατλαντικό επίπεδο, σε ευρωπαϊκό και τέλος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, που αφορά τις σχέσεις με την Ρωσία και τα άλλα πρώην κομμουνιστικά κράτη.
Για την εκπλήρωση αυτού του διπλού δύσκολου στόχου, θεωρήθηκε ότι οι υφιστάμενοι οργανισμοί ασφάλειας έπρεπε να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Το τρίτο κεφάλαιο περιγράφει πώς το ΝΑΤΟ, η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ) και η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) προσπάθησαν να συντονίσουν τη διαδικασία προσαρμογής τους προκειμένου να προωθηθούν οι συνεργασιακές ρυθμίσεις στα ζητήματα ασφάλειας και άμυνας. Ενώ όμως η Ευρώπη βρέθηκε παγιδευμένη ανάμεσα στις αντιφάσεις των πολιτικών της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γερμανίας, οι ΗΠΑ, μέσω του ΝΑΤΟ, έγιναν βαθμιαία ο βασικός διοργανωτής των νέων ευρωπαϊκών δομών. Έτσι μετά το 1995, δόθηκε προτεραιότητα στην αμερικανική προσέγγιση οικοδόμησης του νέου ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλειας. Αυτό βέβαια ήταν αναπόφευκτο, δεδομένου ότι οι Ευρωπαίοι δεν ήσαν αρκετά αποτελεσματικοί να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του μέλλοντος.
Στο τέταρτο κεφάλαιο, η μελέτη εξετάζει περαιτέρω τη συνεχιζόμενη διαδικασία του μετασχηματισμού του ΝΑΤΟ, και τις προσπάθειες των σημαντικότερων ευρωπαϊκών κρατών να υλοποιήσουν το όραμα μιας αυτόνομης αλλά και συμβατής αμυντικής ταυτότητας με τις δομές του ΝΑΤΟ. Όσον αφορά στο ΝΑΤΟ, η έμφαση δίνεται στην πολιτική των "ανοικτών θυρών", που περιλαμβάνει τη διεύρυνση της συμμαχίας, τις σχέσεις με τη Ρωσία και τα άλλα κράτη της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, καθώς και στις ρυθμίσεις που στόχευαν στην ανανέωση της υπερατλαντικής σχέσης.
Η Μελέτη στο κεφάλαιο 5, με την περιπτωσιολογική ανάλυση της κρίσης του Κοσόβου ως περιπτωσιολογικής μελέτης, υποστηρίζει ότι ούτε το ΝΑΤΟ ούτε η ΕΕ δεν ήσαν κατάλληλα έτοιμοι, παρά τα δέκα έτη προσπαθειών, να διαχειριστούν τη νέα κρίση στη Γιουγκοσλαβία, με έναν συνεργασιακό τρόπο. Η ΕΕ και η ΔΕΕ συμμετείχαν στη διαχείριση της κρίσης μόνο περιθωριακά, ενώ τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά κράτη απέδειξαν μία ακόμα φορά ότι οι εθνικές πολιτικές και οι στόχοι τους αντιμετωπίζουν ένα σημαντικό έλλειμμα εναρμόνισης. Αλλά και η πολιτική του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο κατέδειξε τις δυσκολίες που αντιμετώπισε σε αυτήν την περίπτωση για να προωθήσει συνεργασιακές ενέργειες με τη Ρωσία και άλλους διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ. Με άλλα λόγια η κρίση στο Κόσοβο κατέδειξε ότι εάν δεν αποφασίσουν οι ΗΠΑ τι θα κάνουν με την ισχύ τους, αλλά και εάν τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά κράτη ομοίως δεν ξεκαθαρίσουν ποιο είδος Ευρώπης θέλουν, η αντιμετώπιση της πρόκλησης της συνεργασίας δεν θα είναι εύκολη.
Τέλος στο έκτο κεφάλαιο διαπιστώνεται ότι η διαδικασία της οικοδόμησης ενός νέου θεσμικού ευρωπαϊκού περιβάλλοντος ασφάλειας, που ξεκίνησε με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου φαίνεται να μην έχει τέλος. Πέρα από τα λειτουργικά προβλήματα που ανέδειξε η κρίση στο Κόσοβο, ένα χρόνο μετά, η άνοδος της διοίκησης Bush στην εξουσία έδωσε την αρχική εντύπωση ότι η πολιτική των ΗΠΑ θα οδηγούσε πιθανότατα σε αντιπαράθεση την Ευρώπη με τις ΗΠΑ, καθώς οι διαφωνίες σε μια σειρά επιμέρους θέματα δημιούργησαν ερωτηματικά για το μέλλον της ευρωατλαντικής σχέσης. Παράλληλα, τα πολλαπλά, καταστροφικά τρομοκρατικά πλήγματα που δέχθηκε η Αμερική στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 μετέβαλαν το διεθνές στρατηγικό περιβάλλον. Σε αυτό νέο περιβάλλον είναι που η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται υποχρεωμένη ποια να αναπτύξει δομές, μέσα και ικανότητες ώστε να αναλάβει ένα σημαντικό μέρος των νατοϊκών δεσμεύσεων ασφάλειας στη Βαλκανική.
ασφάλεια που ένοιωθαν πριν την εμφάνιση των πυρηνικών όπλων και των διηπειρωτικών
βαλλιστικών πυραύλων που τα μεταφέρουν: να αναπτύξουν μία άμυνα που θα τις προστατεύει από
επίθεση πυραύλων που θα είναι εξοπλισμένοι με μέσα μαζικής καταστροφής (πυρηνικά, χημικά,
βιολογικά όπλα).
α. Η πρώτη φορά ήταν επί Προεδρίας Johnson το 1967. Το αμυντικό πρόγραμμα Safeguard
που αναπτύχθηκε για την προστασία των ΗΠΑ από την μελλοντική απειλή κινεζικών πυραύλων
(αφού δεν μπορούσε να αμυνθεί κατά της κύριας ρωσικής απειλής), εγκαταλείφθηκε λίγους μήνες
μετά την εγκατάστασή του, αφού βρέθηκε ότι δεν δούλευε.
β. Η δεύτερη φορά ήταν η «Στρατηγική Αμυντική Πρωτοβουλία (SDI)» του Προέδρου
Reagan το 1983. Το πρόγραμμα αυτό, που κατά βάση τοποθετούσε όπλα στο Διάστημα,
εστιαζόταν στην υπεράσπιση των ΗΠΑ έναντι της απειλής από ρωσικούς πυραύλους, είχε
προκαλέσει οξύτατες αντιδράσεις τόσο στις ΗΠΑ, όσο και σε διεθνές επίπεδο (Ρωσία, Κίνα,
ευρωπαϊκές χώρες), κυρίως γιατί τροφοδοτούσε τον ανταγωνισμό εξοπλισμών μεταξύ ΗΠΑ-
Ρωσίας.
γ. Οι αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον ασφαλείας οδήγησαν την κυβέρνηση Bush στις αρχές
του 1991 να μετατρέψει το SDI σε ένα νέο πρόγραμμα με το όνομα “Παγκόσμια Προστασία έναντι
Περιορισμένων Πληγμάτων (GPALS)”. Το νέο πρόγραμμα δεν θα προστάτευε μόνο τις ΗΠΑ όπως
το SDI, αλλά θα παρείχε παγκόσμια προστασία σε οποιαδήποτε περιοχή υπήρχαν συμφέροντα
τους, όχι από μαζική επίθεση από την ΕΣΣΔ, αλλά από περιορισμένα πλήγματα τρίτων χωρών.
Τέλος η τρίτη κύρια διαφορά υπήρξε η στροφή στην επίγεια αμυντική συνιστώσα (Theater Missile
Defense-TMD) για την αντιμετώπιση τακτικών απειλών από πυραύλους μικρού-μέσου βεληνεκούς
(τύπου Scud) όπως στον πόλεμο του Περσικού. Το σημαντικό σε αυτή την περίπτωση είναι ότι για
πρώτη φορά το 1992 οι Πρόεδροι Bush-Yeltsin αναγνώρισαν ότι υπάρχει απειλή από την διασπορά
των πυραύλων και μέσων μαζικής καταστροφής και συμφώνησαν να αναπτύξουν από κοινού ένα
«Παγκόσμιο Σύστημα Προστασίας», πρόγραμμα που δεν υλοποίησε η κυβέρνηση Clinton.
δ. Η τέταρτη προσπάθεια ξεκίνησε στο τέλος της δεκαετίας του ’90, μετά από πίεση του
κυριαρχούμενου από ρεπουμπλικανούς Κογκρέσου επί της κυβέρνησης Clinton. Η τελευταία αν
και δεν σταμάτησε να επιχορηγεί τις έρευνες τόσο για μία αντιβαλλιστική άμυνα που θα κάλυπτε
όλη την Αμερική (NMD) από επιθέσεις «κρατών-παριών» όπως η Β. Κορέα, ή το Ιράν, όσο και για
τοπικές άμυνες κατά πυραύλων που θα εκτοξεύονταν σε θέατρα επιχειρήσεων (TMD), είχε δώσει
προτεραιότητα στις τελευταίες. Στις αρχές όμως του 1999, η κυβέρνηση υπέγραψε νόμο που έλεγε
ότι αποτελεί πολιτική των ΗΠΑ η ανάπτυξη NMD όταν αυτή θα ήταν τεχνολογικά δυνατή. Η
κυβέρνηση Clinton αν και είχε δεσμευτεί ότι το φθινόπωρο του 2000 θα αποφάσιζε για την
ανάπτυξη της, λαμβάνοντας υπόψη και τις σημαντικές εξελίξεις που παρουσιάστηκαν στον τομέα
της απειλής (βελτίωση σχέσεων με Β. Κορέα και Ιράν) άφησε την απόφαση στην νέα κυβέρνηση
Bush.
Η ανάπτυξη μίας NMD αφορά στην πρώτη τουλάχιστον φάση μία περιορισμένη ικανότητα
αναχαίτησης μικρού αριθμού πυραύλων, στην ενδιάμεση φάση τροχιάς τους. Η τεχνική
δυνατότητα δεν έχει ακόμα αποδειχθεί από τις απλές πειραματικές δοκιμές που έχουν γίνει (με μία
πυρηνική κεφαλή και ένα ομοίωμά της) αφού υπάρχουν σημαντικές δυσκολίες για να χτυπηθεί
«μία σφαίρα με μία άλλη στο Διάστημα». Αλλά ακόμα και αυτές να ήσαν επιτυχείς, δεν θα2
μπορούσε η NMD να είναι 100% αποτελεσματική (έστω και μία κεφαλή να ξεφύγει θα
καταστρέψει μία μεγάλη πόλη) ενώ πρόσθετα θα μπορούσε να οδηγήσει τους πιθανούς αντιπάλους
των ΗΠΑ στον εκσυγχρονισμό του επιθετικού οπλοστασίου τους, ξεκινώντας ένα ανταγωνισμό
εξοπλισμών.
Η απόφαση για την ανάπτυξη μίας εθνικής αντιπυραυλικής άμυνας από τις ΗΠΑ
παραβιάζει την διμερή Αντιβαλλιστική Συνθήκη (ΑΒΜ, 1972) μεταξύ ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, που θεωρείται
ως θεμελιώδης για την παγκόσμια στρατηγική σταθερότητα. Σε αυτή, η κάθε μία πλευρά ανέλαβε
την υποχρέωση να μην αποκτήσει αμυντικά συστήματα εθνικής κλίμακας (NMD) εναντίον
βαλλιστικών πυραύλων ή να δημιουργήσει υποδομή για αυτά (ενώ αντίθετα επιτρέπεται η
ανάπτυξη μίας μικρής επίγειας υποδομής για περιφερειακή άμυνα σημαντικών στόχων). Αφού δεν
θα υπήρχαν άμυνες, τότε δεν υπήρχε λόγος ανάπτυξης νέων επιθετικών όπλων, αφού και τα παλαιά
θα μπορούσαν να καταστρέψουν άνετα τις δύο χώρες (θεωρία της Βέβαιης Αμοιβαίας
Καταστροφής, Mutually Assured Destruction-MAD), συνεπώς το πλεόνασμα του οπλοστασίου
μπορούσε να υποστεί σημαντικές περικοπές. Οι επακόλουθες συνθήκες μείωσης εξοπλισμών
START υπήρξαν αποτέλεσμα αυτής της φιλοσοφίας.
Αντίθετα, η ΑΒΜ επιτρέπει την αεράμυνα ή την τακτική αντιπυραυλική άμυνα (TMD-όπως
οι Patriot που χρησιμοποιήθηκαν στον Περσικό κόλπο) κατά πυραύλων μικρότερης εμβέλειας,
χωρίς να καθορίζει σαφή όρια μεταξύ των στρατηγικών αμυνών και των μη. Οι ΗΠΑ
εκμεταλλευόμενες την πρόοδο της τεχνολογίας που έκανε δυσδιάκριτη την διαφορά μεταξύ των
επιτρεπομένων (τακτικών) και απαγορευμένων (στρατηγικών) αμυνών, κατάφεραν στο Ελσίνκι το
1997 να πείσουν την Ρωσία για την ανάπτυξη νέων τακτικών αμυνών (TMD), με πολύ υψηλές
δυνατότητες που ενδεχομένως θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν είτε άμεσα ως άμυνα κατά
στρατηγικών πυραύλων είτε για την δημιουργία υποδομής για μία εθνική NMD. Καμία όμως από
τις δύο πλευρές δεν έχει επικυρώσει την συμφωνία του 1997: To Κογκρέσο γιατί δεν θέλει η
άμυνα της χώρας να εξαρτάται από τρίτους και η Δούμα γιατί δεν θέλει αλλαγές στην ΑΒΜ. Για
την κυβέρνηση Bush η ΑΒΜ αποτελεί «αρχαία ιστορία».
Οι κύριες αντιδράσεις προέρχονται από την Ρωσία και την Κίνα. Η πρώτη έχει εκφράσει
την αντίθεσή της σε αλλαγές στην Συνθήκη ABM, υποστηρίζοντας ότι θα έχει επιπτώσεις σε
ολόκληρο το καθεστώς ελέγχου εξοπλισμών, απειλεί δε ότι η παραβίαση ή αποχώρηση των ΗΠΑ
από την ΑΒΜ θα έχει ως αποτέλεσμα την αποχώρηση της από την START II. Η Ρωσία αποδέχεται
την ύπαρξη απειλής από πυραύλους τρίτων χωρών, αφού πρότεινε στις ΗΠΑ και ΝΑΤΟ την από
κοινού ανάπτυξη άλλου προγράμματος, συμβατού με την ΑΒΜ τοποθετώντας κοντά στις χώρες
ενδιαφέροντος άμυνες θεάτρου επιχειρήσεων TMD, οι οποίες θα μπορούν να καταστρέφουν τους
πυραύλους μόλις εκτοξεύονται, πριν προλάβουν να απελευθερώσουν τις πυρηνικές κεφαλές τους.
Η άμυνα αυτή είναι ευκολότερη από την αντιμετώπιση των πολλαπλών κεφαλών στο Διάστημα
που επιδιώκουν οι ΗΠΑ και είναι τεχνολογικά εφικτή. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την
συμφωνία του 1997 για τις προηγμένες άμυνες TMD, δείχνει ότι υπάρχουν περιθώρια
συμβιβασμού μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας.
Η περίπτωση της Κίνας είναι δυσκολότερη. Η τελευταία φοβάται ότι έστω και μία
περιορισμένη NMD θα αδρανοποιήσει την αποτροπή της, η οποία βασίζεται σε 20 περίπου
απαρχαιωμένους διηπειρωτικούς πυραύλους. Η Κίνα έχει απειλήσει ότι θα επεκτείνει το πυρηνικό
πρόγραμμά της αναπτύσσοντας νέους πυραύλους με πολλαπλές κεφαλές. Κύρια όμως πηγή
ανησυχίας είναι η αποτροπή των περιφερειακών συσχετισμών ισχύος σε βάρος της, ως αποτέλεσμα
της διασποράς των TMD. Ειδικότερα το Πεκίνο ανησυχεί για τις άμυνες θεάτρου επιχειρήσεων
που μπορεί να αποκτήσει η Ταϊβάν ή η Ιαπωνία.3
Τέλος η Ευρώπη θα έχει ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη της πρώτης φάσης της NMD αφού για
τον εντοπισμό των πυραύλων θα απαιτηθεί και η εγκατάσταση 2 RADAR σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Οι Ευρωπαίοι, επιθυμούν την διατήρηση της ΑΒΜ, και αν και δεν συμμερίζονται όλοι την ύπαρξη
απειλής, προτιμούν την άμβλυνση τους μέσω διπλωματικών διαδικασιών που οδηγούν σε
συμφωνίες αφοπλισμού. Τέλος επιθυμούν μία συνεργασιακή αντιμετώπιση του ζητήματος μεταξύ
ΗΠΑ-Ρωσίας που δεν θα φέρει την Ευρώπη σε σύγκρουση με την τελευταία.
διεθνείς σχέσεις αντιμετωπίζουν σημαντικούς περιορισμούς στην προσπάθεια για
κατοχύρωση της ασφάλειας τους. Οι περιορισμοί αυτοί απορρέουν από ένα
συνδυασμό παραγόντων που αφορούν την έκταση της επικράτειας των κρατών
αυτών, το μέγεθος του πληθυσμού τους, την οικονομία και την στρατιωτική τους
ισχύ, την γεωγραφική τους θέση και τον τύπο του περιφερειακού συστήματος εντός
του οποίου λειτουργούν. Το κυριότερο ωστόσο χαρακτηριστικό αυτών των κρατών
είναι ότι διαθέτουν μέσα που τους επιτρέπουν να υπερασπίζονται περιορισμένα μόνο συμφέροντα.
Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται και το κράτος της Κύπρου. Έχοντας τα
χαρακτηριστικά ενός πολύ μικρού κράτους (με πληθυσμό κάτω του ενός
εκατομμυρίου) σε συνδυασμό με την γεωστρατηγική της ιδιαιτερότητα
(τοποθετημένη ανάμεσα σε τρεις ηπείρους), η Κύπρος αντιμετωπίζει τους
περιορισμούς που περιγράφει η θεωρία των διεθνών σχέσεων. Επιπλέον
αντιμετωπίζει ένα σοβαρότατο πρόβλημα ασφάλειας εξαιτίας της τουρκικής κατοχής και παρουσίας τουρκικών στρατευμάτων στο βόρειο μέρος του νησιού.
Στην προσπάθειά της να ξεπεράσει, σε ένα βαθμό, αυτούς τους περιορισμούς και
να ενισχύσει την άμυνά της απέναντι στην διαρκή τουρκική απειλή, η Κυπριακή
Δημοκρατία ανακοίνωσε τον Ιανουάριο του 1997 την απόφασή της να προχωρήσει
στην ενίσχυση της αμυντικής της ικανότητας με την προμήθεια του ρωσικού
αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος S-300. Οι αντιδράσεις της Τουρκίας, από
τις πρώτες κιόλας μέρες της σχετικής ανακοίνωσης, ήταν πολύ αρνητικές. Στις
δηλώσεις των τούρκων κυβερνητικών και στρατιωτικών αξιωματούχων επί του
θέματος, γίνεται λόγος για ισχυρή αντίδραση χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο της χρήσης στρατιωτικής ισχύος.
Δεν είναι όμως η Τουρκία η μόνη χώρα που αντιτάχθηκε στην προμήθεια από την
Κύπρο αυτού του αντιαεροπορικού οπλικού συστήματος. Το σύνολο σχεδόν της
διεθνούς κοινότητας με εξαίρεση την προμηθεύτρια χώρα του συστήματος, την
Ρωσία, εξέφρασε αντίθετη άποψη. Χαρακτηριστικές είναι οι τοποθετήσεις των ΗΠΑ,
της Βρετανίας αλλά και των λιπών ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες κατά βάση
επεδίωξαν να αποτρέψουν την εγκατάσταση των S-300 στην Κύπρο. Υπό το βάρος
αυτών των αντιδράσεων κυρίως και όχι μόνο των τουρκικών, δύο χρόνια περίπου
αργότερα, η Κυπριακή Δημοκρατία αποφάσισε την ακύρωση της έλευσης του
πυραυλικού συστήματος αεράμυνας στο νησί.
Καθώς η σχετική απόφαση για την εγκατάσταση των S-300 στην Κύπρο, είχε
ληφθεί στο πλαίσιο του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΕΑΧ),
δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι οι πιέσεις της Τουρκίας, των ΗΠΑ αλλά και της
Βρετανίας θέτουν ανυπέρβλητα εμπόδια για την ενίσχυση της άμυνας της Κύπρου
μέσω της αμυντικής συνεργασίας με την Ελλάδα. Από την ανάλυση ωστόσο των
τοποθετήσεων τόσο των ΗΠΑ όσο και της Βρετανίας συνάγεται ότι οι απόψεις τους
στο θέμα δεν ταυτίζονται με αυτή της Τουρκίας. Βασική επιδίωξη της τελευταίας δεν ήταν μόνο η ακύρωση της έλευσης των S-300 αλλά κυρίως η ματαίωση της
αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας - Κύπρου και η εγκατάλειψη του δόγματος του
ΕΑΧ. Αντίθετα ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Βρετανία αλλά και καμία τρίτη χώρα, κατά την
διάρκεια της κρίσης των πυραύλων δεν ταύτισε τους S-300 με το δόγμα του ΕΑΧ.
Μέσα από την περιπτωσιολογική ανάλυση του ζητήματος των S-300,
συνάγεται ότι το διεθνές περιβάλλον αν και δεν είναι απόλυτα ευνοϊκό παρέχει
δυνατότητες για την προώθηση από την Ελλάδα και την Κύπρο μιας αμυντικής
αποτρεπτικής στρατηγικής όπως είναι το δόγμα του ΕΑΧ. Επιπλέον όπως προτείνει
και η θεωρία των διεθνών σχέσεων, ένα μικρό κράτος παρά τους περιορισμούς που εκ των πραγμάτων αντιμετωπίζει προκειμένου να προστατέψει την ασφάλειά του,
διατηρεί την ευχέρεια διαφορετικών επιλογών στο πλαίσιο των ορίων που θέτουν
αυτοί οι περιορισμοί.
Book Chapters by Katerina Chatziantoniou
(. . .) Η ρευστότητα και η αστάθεια που χαρακτηρίζει το σύγχρονο διεθνές
περιβάλλον έχει αναδείξει την επιστημονική έρευνα και την ανάλυση των
δεδομένων σε επιτακτική ανάγκη, που συνδέεται ειδικότερα με τη
διευκρίνιση διεθνών περιφερειακών παραμέτρων που αφορούν στην
ασφάλεια των μικρότερων κρατών. Ένα πλήθος νέων ζητημάτων
αναδείχθηκαν στη δεκαετία του ’90 και στις περισσότερες περιπτώσεις
απαίτησαν όχι μόνο άμεσες προσαρμογές αλλά κυρίως μία νέου είδους
αντιμετώπιση. Η έκδοση αυτή επιχείρησε να αντικατοπτρίσει την ανάγκη
για διεπιστημονική έρευνα, που αναμφίβολα έχει πολυδιάστατες πτυχές.
Σε τελική ανάλυση το πρόβλημα του σύγχρονου ερευνητή δεν είναι μόνο
στη διερεύνηση των νέων συνθηκών. Το μεγαλύτερο πρόβλημά του είναι ο
ραγδαίος χαρακτήρας των εξελίξεων και η ανάγκη επαρκούς διαλεκτικής
προσέγγισης στη μελέτη του φαινομένου της αλλαγής. Στην παγκόσμια
πολιτική των αρχών του 21ου αιώνα καθετί είναι πιθανό και σχεδόν τίποτα
βέβαιο.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ε. ΧΩΡΑΦΑΣ
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ Η
ΕΛΛΑΔΑ: ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Χ. ΚΟΛΛΙΑΣ
ΑΜΥΝΑ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Σ. ΑΛΕΙΦΑΝΤΗΣ - Ν. ΤΖΙΦΑΚΗΣ
Η ΝΟΤΙΟ - ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ΩΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑ
Β. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ
SFOR - KFOR, ΝΑΤΟ ΚΑΙ ΡΩΣΙΑ: ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΣΤΙΣ
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΨΥΧΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
Ι.Δ. ΒΑΛΣΑΜΗ
ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΟ -
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ: Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΩΝ
ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ι. ΛΟΥΚΑΣ
Η ΓΕΩΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Γ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑΣ
ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΛΑΜ - ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΟΥΡΚΙΑ
Χ. Χ. ΓΙΑΝΝΙΑΣ
ΚΡΙΣΕΙΣ ΧΑΜΗΛΗΣ ΕΝΤΑΣΗΣ
Π. Κ. ΜΑΥΡΙΔΗΣ
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΟΥ
1987
Κ. Β. ΣΩΤΗΡΕΛΗΣ
ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΟΥΡΚΙΑΣ: Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ
Κ. ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΜΕΤΡΑ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Σ. ΖΑΜΠΟΥΡΑΣ
ΕΛΛΑΔΑ - ΙΣΡΑΗΛ: Η ΕΥΘΡΑΥΣΤΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Μ. Λ. ΕΥΡΥΒΙΑΔΗΣ
ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ: ΙΣΡΑΗΛ, ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ ΗΠΑ
Α. ΚΑΣΤΑΝΗΣ
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ
ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ: Η ΖΩΝΗ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Γ. Ι. ΤΣΙΑΛΤΑΣ
ΕΙΡΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Δ. Α. ΤΑΞΙΑΡΧΗ
CJΤF: Η ΛΥΣΗ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΜΙΑΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΥΝΑΣ;
Α. Γ. ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
ΣΥΝΘΗΚΗ CFE: Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΤΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο
ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Θ. Γ. ΤΣΑΚΙΡΗΣ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ: Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ «ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ»
ΚΑΙ Η ΡΩΣΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
Papers by Katerina Chatziantoniou
migration and refugees. It was found that the EU influenced the results of the negotiation and achieved the objectives in both cases. The
Global Compact for migration clearly reflects the European approach. In the case of the Global Compact for Refugees, its main
negotiating positions were fully integrated into the text of the Compact. In this case, however, its international performance has been
overshadowed by issues of cohesion and heterogeneity among its member States. In both cases, the EU arose as an international actor
who can effectively influence the international environment.
Λαμβανομένων υπόψη των περιορισμών που θέτουν τόσο το μέγεθος της χώρας όσο και η τουρκική απειλή, που εξακολουθεί να κατευθύνει το σημαντικότερο μέρος της ελληνικής στρατιωτικής προσπάθειας, συνεπής με τις υποχρεώσεις της η Ελλάδα συμμετέχει στις προσπάθειες ελέγχου της αστάθειας μέσα από επιχειρήσεις υποστήριξης της ειρήνης. Καλύπτοντας όλο το φάσμα των δυνατών επιλογών, η χώρα προσφέρει την ειρηνευτική της δράση στο πλαίσιο, διμερών συνεργασιών, νατοϊκών επιχειρήσεων, πολυεθνικών επιχειρήσεων υπό τη διοίκηση των ΗΠΑ, επιχειρήσεων του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ανάδειξη της τρομοκρατίας και της διασποράς των Όπλων Μαζικής Καταστροφής σε πρωτεύουσες απειλές οι οποίες συνυπάρχουν με τις παραδοσιακές απειλές και συγκρούσεις, έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της αστάθειας στο διεθνές σύστημα. Ως φυσική συνέπεια αυτής της εξέλιξης αναμένεται να αυξηθούν και οι απαιτήσεις για περισσότερες επιχειρήσεις διαχείρισης αυτής της αστάθειας, τόσο στο πλαίσιο του ΟΗΕ, όσο και της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Ειδικότερα, στο πλαίσιο του ΟΗΕ η Ελλάδα είναι δυνατό είτε να συμμετάσχει σε υφιστάμενες επιχειρήσεις (στο βαθμό που η σύνθεσή τους αλλάζει σποραδικά) είτε σε νέες, σε περιοχές σύγκρουσης όπως η Μ. Ανατολή, η Ασία και η Αφρική. Στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ έμφαση δίδεται πλέον σε επιχειρήσεις εναντίον της τρομοκρατίας και της διασποράς των Όπλων Μαζικής Καταστροφής σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη υπάρξει ανάγκη για παρέμβαση. Οι περισσότερες ωστόσο υποχρεώσεις για την Ελλάδα φαίνεται να προκύπτουν στο πλαίσιο της ΕΕ, εντός της οποίας αναμένεται να αυξηθούν οι απαιτήσεις για συμμετοχή των κρατών-μελών της σε επιχειρήσεις Υποστήριξης της Ειρήνης.
Συνοψίζοντας, συνάγεται ότι η ελληνική πολιτική στο βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο μέλλον θα κληθεί να αντιμετωπίσει το θέμα της διευρυμένης συμμετοχής της σε νέες επιχειρήσεις της οργανωμένης διεθνούς κοινότητας. Ωστόσο είναι ιδιαίτερα δύσκολο, σε οικονομικό και σε επιχειρησιακό επίπεδο, να ανταποκριθεί στο σύνολο των προσκλήσεων. Σημείο αναφοράς για την επιλογή των επιχειρήσεων στις οποίες οφείλει να συμμετάσχει η Ελλάδα πρέπει να αποτελέσει το κριτήριο των γεωστρατηγικών της συμφερόντων στις περιοχές των Βαλκανίων, της Μαύρης Θάλασσας και της Ανατολικής Μεσογείου.
Επιπλέον, η ελληνική πολιτική στη μελλοντική σχεδίαση της συμμετοχής της σε νέες αποστολές τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της ΕΕ οφείλει να λάβει υπόψη της την διαπίστωση ότι οι μελλοντικές διεθνείς επεμβάσεις, εξαιτίας της μεταβατικής περιόδου που διανύει το σύστημα συλλογικής ασφάλειας του ΟΗΕ, ολοένα και συχνότερα θα βρίσκονται στη γκρίζα περιοχή μεταξύ της νομιμότητας και μη νομιμότητας.
The EU is becoming an increasingly important player on the world stage, while its common external action is constantly expanding in new areas. Irregular migration and the management of the modern form of the migratory phenomenon are one of them. After the end of the cold war, EU gradually was confronted with the crucial question of the successful management of the migratory challenge. In 2015, EU was called upon to face the greatest post-war migratory challenge, as the massive mixed flows of irregular migrants and refugees, which were unprecedented in size, put the whole system in crisis. In the light of the EU's view as an international act, this PhD thesis focuses on the external actions of the European migration policy, of which the handling of irregular migration is a constituent element. The purpose is twofold. On the one hand, to record its influence on immigration issues, whether and to what extent it is capable of effectively influencing its external environment. On the other hand, to detect its international performance which includes the notion of influence, but also other characteristics that define the dynamics of its international role. Both international influence and the international performance of the EU, which is perceived as a dependent variable of its intra-organisational characteristics, its actions and their effectiveness, will be considered in two cases. The first concerns the migration crisis of 2015. The second concerns EU participation in the UN negotiations on the creation of a new international regime on migration issues and its contribution to the formulation of both the global agenda of the new regulatory framework and the regulatory framework itself.
The role of Confidence and Security Building Measures (CSBMs) is of particular
importance in international security in modern times, as experience has shown
that they play an ever-increasing role in preventing war, in strategic and regional
stability, in resolving regional conflicts and in crisis management. CSBMs are
tools that states can use to reduce tensions between them and reduce the
likelihood of accidental war or of a surprise attack. This study examines the
possibility of adopting CSBMs between Greece and Turkey in order to control
the conflicting dynamics of their relations. The analysis of this case uses the
realistic approach of the theory of international relations, which is the
appropriate tool for interpreting the feasibility of adopting such measures
Σήμερα, τα βασικά στοιχεία της ευρωπαϊκής ασφάλειας περιλαμβάνουν ένα μετασχηματισμένο και διευρυμένο ΝΑΤΟ και μια Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμευμένη να αποκτήσει αμυντικές δομές και δυνατότητες για την διαχείριση κρίσεων. Η εμφάνιση μιας νέας ασύμμετρης απειλής κατά των ΗΠΑ, αυτή της τρομοκρατίας, φαίνεται ότι θα λειτουργήσει καταλυτικά στην ανακατανομή των ρόλων στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και στον εκ νέου μετασχηματισμό του ΝΑΤΟ. Η παρούσα Μελέτη εξετάζει πως εξελίχθηκαν οι ευρωπαϊκές δομές ασφάλειας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, στοχεύοντας στην αξιολόγηση αφενός της προόδου που έχει σημειωθεί προς την καθιέρωση μιας νέας συνεργασιακής αντίληψης για την ασφάλεια σε όλη την Ευρώπη και αφετέρου της προοπτικής να αποκτήσει η Ευρώπης μια αυθεντική ταυτότητα σε θέματα ασφάλειας και άμυνας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζονται οι παράμετροι της ευρωπαϊκής ασφάλειας στο μετα-ψυχροπολεμικό περιβάλλον. Αν και από την κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και την αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης έχουν επέλθει ριζικές αλλαγές στην Ευρώπη, δεν έχουν αλλάξει όλα. Τα αμερικανικά συμφέροντα ασφαλείας για την Ευρώπη, όχι μόνο δεν μειώθηκαν αλλά αυξήθηκαν περαιτέρω, λόγω της μοναδικής θέσης που οι ΗΠΑ κατέλαβαν στις παγκόσμιες υποθέσεις. Επιπλέον, οι πολιτικές των σημαντικότερων ευρωπαϊκών κρατών διατήρησαν τον δαιδαλώδη χαρακτήρα τους, ο οποίος στο παρελθόν απέτρεψε την επέκταση της προσπάθειας της ευρωπαϊκής ενοποίησης στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας. Αυτό ήταν το πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύχθηκαν οι πολιτικές ασφάλειας των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών κρατών, αρχικά για να χειριστούν τους νέους κινδύνους και τις προκλήσεις για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, και στην συνέχεια για να προωθήσουν τη συνεργασία σε τρία επίπεδα: σε υπερατλαντικό επίπεδο, σε ευρωπαϊκό και τέλος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, που αφορά τις σχέσεις με την Ρωσία και τα άλλα πρώην κομμουνιστικά κράτη.
Για την εκπλήρωση αυτού του διπλού δύσκολου στόχου, θεωρήθηκε ότι οι υφιστάμενοι οργανισμοί ασφάλειας έπρεπε να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Το τρίτο κεφάλαιο περιγράφει πώς το ΝΑΤΟ, η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ) και η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) προσπάθησαν να συντονίσουν τη διαδικασία προσαρμογής τους προκειμένου να προωθηθούν οι συνεργασιακές ρυθμίσεις στα ζητήματα ασφάλειας και άμυνας. Ενώ όμως η Ευρώπη βρέθηκε παγιδευμένη ανάμεσα στις αντιφάσεις των πολιτικών της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γερμανίας, οι ΗΠΑ, μέσω του ΝΑΤΟ, έγιναν βαθμιαία ο βασικός διοργανωτής των νέων ευρωπαϊκών δομών. Έτσι μετά το 1995, δόθηκε προτεραιότητα στην αμερικανική προσέγγιση οικοδόμησης του νέου ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλειας. Αυτό βέβαια ήταν αναπόφευκτο, δεδομένου ότι οι Ευρωπαίοι δεν ήσαν αρκετά αποτελεσματικοί να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του μέλλοντος.
Στο τέταρτο κεφάλαιο, η μελέτη εξετάζει περαιτέρω τη συνεχιζόμενη διαδικασία του μετασχηματισμού του ΝΑΤΟ, και τις προσπάθειες των σημαντικότερων ευρωπαϊκών κρατών να υλοποιήσουν το όραμα μιας αυτόνομης αλλά και συμβατής αμυντικής ταυτότητας με τις δομές του ΝΑΤΟ. Όσον αφορά στο ΝΑΤΟ, η έμφαση δίνεται στην πολιτική των "ανοικτών θυρών", που περιλαμβάνει τη διεύρυνση της συμμαχίας, τις σχέσεις με τη Ρωσία και τα άλλα κράτη της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, καθώς και στις ρυθμίσεις που στόχευαν στην ανανέωση της υπερατλαντικής σχέσης.
Η Μελέτη στο κεφάλαιο 5, με την περιπτωσιολογική ανάλυση της κρίσης του Κοσόβου ως περιπτωσιολογικής μελέτης, υποστηρίζει ότι ούτε το ΝΑΤΟ ούτε η ΕΕ δεν ήσαν κατάλληλα έτοιμοι, παρά τα δέκα έτη προσπαθειών, να διαχειριστούν τη νέα κρίση στη Γιουγκοσλαβία, με έναν συνεργασιακό τρόπο. Η ΕΕ και η ΔΕΕ συμμετείχαν στη διαχείριση της κρίσης μόνο περιθωριακά, ενώ τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά κράτη απέδειξαν μία ακόμα φορά ότι οι εθνικές πολιτικές και οι στόχοι τους αντιμετωπίζουν ένα σημαντικό έλλειμμα εναρμόνισης. Αλλά και η πολιτική του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο κατέδειξε τις δυσκολίες που αντιμετώπισε σε αυτήν την περίπτωση για να προωθήσει συνεργασιακές ενέργειες με τη Ρωσία και άλλους διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ. Με άλλα λόγια η κρίση στο Κόσοβο κατέδειξε ότι εάν δεν αποφασίσουν οι ΗΠΑ τι θα κάνουν με την ισχύ τους, αλλά και εάν τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά κράτη ομοίως δεν ξεκαθαρίσουν ποιο είδος Ευρώπης θέλουν, η αντιμετώπιση της πρόκλησης της συνεργασίας δεν θα είναι εύκολη.
Τέλος στο έκτο κεφάλαιο διαπιστώνεται ότι η διαδικασία της οικοδόμησης ενός νέου θεσμικού ευρωπαϊκού περιβάλλοντος ασφάλειας, που ξεκίνησε με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου φαίνεται να μην έχει τέλος. Πέρα από τα λειτουργικά προβλήματα που ανέδειξε η κρίση στο Κόσοβο, ένα χρόνο μετά, η άνοδος της διοίκησης Bush στην εξουσία έδωσε την αρχική εντύπωση ότι η πολιτική των ΗΠΑ θα οδηγούσε πιθανότατα σε αντιπαράθεση την Ευρώπη με τις ΗΠΑ, καθώς οι διαφωνίες σε μια σειρά επιμέρους θέματα δημιούργησαν ερωτηματικά για το μέλλον της ευρωατλαντικής σχέσης. Παράλληλα, τα πολλαπλά, καταστροφικά τρομοκρατικά πλήγματα που δέχθηκε η Αμερική στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 μετέβαλαν το διεθνές στρατηγικό περιβάλλον. Σε αυτό νέο περιβάλλον είναι που η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται υποχρεωμένη ποια να αναπτύξει δομές, μέσα και ικανότητες ώστε να αναλάβει ένα σημαντικό μέρος των νατοϊκών δεσμεύσεων ασφάλειας στη Βαλκανική.
ασφάλεια που ένοιωθαν πριν την εμφάνιση των πυρηνικών όπλων και των διηπειρωτικών
βαλλιστικών πυραύλων που τα μεταφέρουν: να αναπτύξουν μία άμυνα που θα τις προστατεύει από
επίθεση πυραύλων που θα είναι εξοπλισμένοι με μέσα μαζικής καταστροφής (πυρηνικά, χημικά,
βιολογικά όπλα).
α. Η πρώτη φορά ήταν επί Προεδρίας Johnson το 1967. Το αμυντικό πρόγραμμα Safeguard
που αναπτύχθηκε για την προστασία των ΗΠΑ από την μελλοντική απειλή κινεζικών πυραύλων
(αφού δεν μπορούσε να αμυνθεί κατά της κύριας ρωσικής απειλής), εγκαταλείφθηκε λίγους μήνες
μετά την εγκατάστασή του, αφού βρέθηκε ότι δεν δούλευε.
β. Η δεύτερη φορά ήταν η «Στρατηγική Αμυντική Πρωτοβουλία (SDI)» του Προέδρου
Reagan το 1983. Το πρόγραμμα αυτό, που κατά βάση τοποθετούσε όπλα στο Διάστημα,
εστιαζόταν στην υπεράσπιση των ΗΠΑ έναντι της απειλής από ρωσικούς πυραύλους, είχε
προκαλέσει οξύτατες αντιδράσεις τόσο στις ΗΠΑ, όσο και σε διεθνές επίπεδο (Ρωσία, Κίνα,
ευρωπαϊκές χώρες), κυρίως γιατί τροφοδοτούσε τον ανταγωνισμό εξοπλισμών μεταξύ ΗΠΑ-
Ρωσίας.
γ. Οι αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον ασφαλείας οδήγησαν την κυβέρνηση Bush στις αρχές
του 1991 να μετατρέψει το SDI σε ένα νέο πρόγραμμα με το όνομα “Παγκόσμια Προστασία έναντι
Περιορισμένων Πληγμάτων (GPALS)”. Το νέο πρόγραμμα δεν θα προστάτευε μόνο τις ΗΠΑ όπως
το SDI, αλλά θα παρείχε παγκόσμια προστασία σε οποιαδήποτε περιοχή υπήρχαν συμφέροντα
τους, όχι από μαζική επίθεση από την ΕΣΣΔ, αλλά από περιορισμένα πλήγματα τρίτων χωρών.
Τέλος η τρίτη κύρια διαφορά υπήρξε η στροφή στην επίγεια αμυντική συνιστώσα (Theater Missile
Defense-TMD) για την αντιμετώπιση τακτικών απειλών από πυραύλους μικρού-μέσου βεληνεκούς
(τύπου Scud) όπως στον πόλεμο του Περσικού. Το σημαντικό σε αυτή την περίπτωση είναι ότι για
πρώτη φορά το 1992 οι Πρόεδροι Bush-Yeltsin αναγνώρισαν ότι υπάρχει απειλή από την διασπορά
των πυραύλων και μέσων μαζικής καταστροφής και συμφώνησαν να αναπτύξουν από κοινού ένα
«Παγκόσμιο Σύστημα Προστασίας», πρόγραμμα που δεν υλοποίησε η κυβέρνηση Clinton.
δ. Η τέταρτη προσπάθεια ξεκίνησε στο τέλος της δεκαετίας του ’90, μετά από πίεση του
κυριαρχούμενου από ρεπουμπλικανούς Κογκρέσου επί της κυβέρνησης Clinton. Η τελευταία αν
και δεν σταμάτησε να επιχορηγεί τις έρευνες τόσο για μία αντιβαλλιστική άμυνα που θα κάλυπτε
όλη την Αμερική (NMD) από επιθέσεις «κρατών-παριών» όπως η Β. Κορέα, ή το Ιράν, όσο και για
τοπικές άμυνες κατά πυραύλων που θα εκτοξεύονταν σε θέατρα επιχειρήσεων (TMD), είχε δώσει
προτεραιότητα στις τελευταίες. Στις αρχές όμως του 1999, η κυβέρνηση υπέγραψε νόμο που έλεγε
ότι αποτελεί πολιτική των ΗΠΑ η ανάπτυξη NMD όταν αυτή θα ήταν τεχνολογικά δυνατή. Η
κυβέρνηση Clinton αν και είχε δεσμευτεί ότι το φθινόπωρο του 2000 θα αποφάσιζε για την
ανάπτυξη της, λαμβάνοντας υπόψη και τις σημαντικές εξελίξεις που παρουσιάστηκαν στον τομέα
της απειλής (βελτίωση σχέσεων με Β. Κορέα και Ιράν) άφησε την απόφαση στην νέα κυβέρνηση
Bush.
Η ανάπτυξη μίας NMD αφορά στην πρώτη τουλάχιστον φάση μία περιορισμένη ικανότητα
αναχαίτησης μικρού αριθμού πυραύλων, στην ενδιάμεση φάση τροχιάς τους. Η τεχνική
δυνατότητα δεν έχει ακόμα αποδειχθεί από τις απλές πειραματικές δοκιμές που έχουν γίνει (με μία
πυρηνική κεφαλή και ένα ομοίωμά της) αφού υπάρχουν σημαντικές δυσκολίες για να χτυπηθεί
«μία σφαίρα με μία άλλη στο Διάστημα». Αλλά ακόμα και αυτές να ήσαν επιτυχείς, δεν θα2
μπορούσε η NMD να είναι 100% αποτελεσματική (έστω και μία κεφαλή να ξεφύγει θα
καταστρέψει μία μεγάλη πόλη) ενώ πρόσθετα θα μπορούσε να οδηγήσει τους πιθανούς αντιπάλους
των ΗΠΑ στον εκσυγχρονισμό του επιθετικού οπλοστασίου τους, ξεκινώντας ένα ανταγωνισμό
εξοπλισμών.
Η απόφαση για την ανάπτυξη μίας εθνικής αντιπυραυλικής άμυνας από τις ΗΠΑ
παραβιάζει την διμερή Αντιβαλλιστική Συνθήκη (ΑΒΜ, 1972) μεταξύ ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, που θεωρείται
ως θεμελιώδης για την παγκόσμια στρατηγική σταθερότητα. Σε αυτή, η κάθε μία πλευρά ανέλαβε
την υποχρέωση να μην αποκτήσει αμυντικά συστήματα εθνικής κλίμακας (NMD) εναντίον
βαλλιστικών πυραύλων ή να δημιουργήσει υποδομή για αυτά (ενώ αντίθετα επιτρέπεται η
ανάπτυξη μίας μικρής επίγειας υποδομής για περιφερειακή άμυνα σημαντικών στόχων). Αφού δεν
θα υπήρχαν άμυνες, τότε δεν υπήρχε λόγος ανάπτυξης νέων επιθετικών όπλων, αφού και τα παλαιά
θα μπορούσαν να καταστρέψουν άνετα τις δύο χώρες (θεωρία της Βέβαιης Αμοιβαίας
Καταστροφής, Mutually Assured Destruction-MAD), συνεπώς το πλεόνασμα του οπλοστασίου
μπορούσε να υποστεί σημαντικές περικοπές. Οι επακόλουθες συνθήκες μείωσης εξοπλισμών
START υπήρξαν αποτέλεσμα αυτής της φιλοσοφίας.
Αντίθετα, η ΑΒΜ επιτρέπει την αεράμυνα ή την τακτική αντιπυραυλική άμυνα (TMD-όπως
οι Patriot που χρησιμοποιήθηκαν στον Περσικό κόλπο) κατά πυραύλων μικρότερης εμβέλειας,
χωρίς να καθορίζει σαφή όρια μεταξύ των στρατηγικών αμυνών και των μη. Οι ΗΠΑ
εκμεταλλευόμενες την πρόοδο της τεχνολογίας που έκανε δυσδιάκριτη την διαφορά μεταξύ των
επιτρεπομένων (τακτικών) και απαγορευμένων (στρατηγικών) αμυνών, κατάφεραν στο Ελσίνκι το
1997 να πείσουν την Ρωσία για την ανάπτυξη νέων τακτικών αμυνών (TMD), με πολύ υψηλές
δυνατότητες που ενδεχομένως θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν είτε άμεσα ως άμυνα κατά
στρατηγικών πυραύλων είτε για την δημιουργία υποδομής για μία εθνική NMD. Καμία όμως από
τις δύο πλευρές δεν έχει επικυρώσει την συμφωνία του 1997: To Κογκρέσο γιατί δεν θέλει η
άμυνα της χώρας να εξαρτάται από τρίτους και η Δούμα γιατί δεν θέλει αλλαγές στην ΑΒΜ. Για
την κυβέρνηση Bush η ΑΒΜ αποτελεί «αρχαία ιστορία».
Οι κύριες αντιδράσεις προέρχονται από την Ρωσία και την Κίνα. Η πρώτη έχει εκφράσει
την αντίθεσή της σε αλλαγές στην Συνθήκη ABM, υποστηρίζοντας ότι θα έχει επιπτώσεις σε
ολόκληρο το καθεστώς ελέγχου εξοπλισμών, απειλεί δε ότι η παραβίαση ή αποχώρηση των ΗΠΑ
από την ΑΒΜ θα έχει ως αποτέλεσμα την αποχώρηση της από την START II. Η Ρωσία αποδέχεται
την ύπαρξη απειλής από πυραύλους τρίτων χωρών, αφού πρότεινε στις ΗΠΑ και ΝΑΤΟ την από
κοινού ανάπτυξη άλλου προγράμματος, συμβατού με την ΑΒΜ τοποθετώντας κοντά στις χώρες
ενδιαφέροντος άμυνες θεάτρου επιχειρήσεων TMD, οι οποίες θα μπορούν να καταστρέφουν τους
πυραύλους μόλις εκτοξεύονται, πριν προλάβουν να απελευθερώσουν τις πυρηνικές κεφαλές τους.
Η άμυνα αυτή είναι ευκολότερη από την αντιμετώπιση των πολλαπλών κεφαλών στο Διάστημα
που επιδιώκουν οι ΗΠΑ και είναι τεχνολογικά εφικτή. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την
συμφωνία του 1997 για τις προηγμένες άμυνες TMD, δείχνει ότι υπάρχουν περιθώρια
συμβιβασμού μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας.
Η περίπτωση της Κίνας είναι δυσκολότερη. Η τελευταία φοβάται ότι έστω και μία
περιορισμένη NMD θα αδρανοποιήσει την αποτροπή της, η οποία βασίζεται σε 20 περίπου
απαρχαιωμένους διηπειρωτικούς πυραύλους. Η Κίνα έχει απειλήσει ότι θα επεκτείνει το πυρηνικό
πρόγραμμά της αναπτύσσοντας νέους πυραύλους με πολλαπλές κεφαλές. Κύρια όμως πηγή
ανησυχίας είναι η αποτροπή των περιφερειακών συσχετισμών ισχύος σε βάρος της, ως αποτέλεσμα
της διασποράς των TMD. Ειδικότερα το Πεκίνο ανησυχεί για τις άμυνες θεάτρου επιχειρήσεων
που μπορεί να αποκτήσει η Ταϊβάν ή η Ιαπωνία.3
Τέλος η Ευρώπη θα έχει ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη της πρώτης φάσης της NMD αφού για
τον εντοπισμό των πυραύλων θα απαιτηθεί και η εγκατάσταση 2 RADAR σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Οι Ευρωπαίοι, επιθυμούν την διατήρηση της ΑΒΜ, και αν και δεν συμμερίζονται όλοι την ύπαρξη
απειλής, προτιμούν την άμβλυνση τους μέσω διπλωματικών διαδικασιών που οδηγούν σε
συμφωνίες αφοπλισμού. Τέλος επιθυμούν μία συνεργασιακή αντιμετώπιση του ζητήματος μεταξύ
ΗΠΑ-Ρωσίας που δεν θα φέρει την Ευρώπη σε σύγκρουση με την τελευταία.
διεθνείς σχέσεις αντιμετωπίζουν σημαντικούς περιορισμούς στην προσπάθεια για
κατοχύρωση της ασφάλειας τους. Οι περιορισμοί αυτοί απορρέουν από ένα
συνδυασμό παραγόντων που αφορούν την έκταση της επικράτειας των κρατών
αυτών, το μέγεθος του πληθυσμού τους, την οικονομία και την στρατιωτική τους
ισχύ, την γεωγραφική τους θέση και τον τύπο του περιφερειακού συστήματος εντός
του οποίου λειτουργούν. Το κυριότερο ωστόσο χαρακτηριστικό αυτών των κρατών
είναι ότι διαθέτουν μέσα που τους επιτρέπουν να υπερασπίζονται περιορισμένα μόνο συμφέροντα.
Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται και το κράτος της Κύπρου. Έχοντας τα
χαρακτηριστικά ενός πολύ μικρού κράτους (με πληθυσμό κάτω του ενός
εκατομμυρίου) σε συνδυασμό με την γεωστρατηγική της ιδιαιτερότητα
(τοποθετημένη ανάμεσα σε τρεις ηπείρους), η Κύπρος αντιμετωπίζει τους
περιορισμούς που περιγράφει η θεωρία των διεθνών σχέσεων. Επιπλέον
αντιμετωπίζει ένα σοβαρότατο πρόβλημα ασφάλειας εξαιτίας της τουρκικής κατοχής και παρουσίας τουρκικών στρατευμάτων στο βόρειο μέρος του νησιού.
Στην προσπάθειά της να ξεπεράσει, σε ένα βαθμό, αυτούς τους περιορισμούς και
να ενισχύσει την άμυνά της απέναντι στην διαρκή τουρκική απειλή, η Κυπριακή
Δημοκρατία ανακοίνωσε τον Ιανουάριο του 1997 την απόφασή της να προχωρήσει
στην ενίσχυση της αμυντικής της ικανότητας με την προμήθεια του ρωσικού
αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος S-300. Οι αντιδράσεις της Τουρκίας, από
τις πρώτες κιόλας μέρες της σχετικής ανακοίνωσης, ήταν πολύ αρνητικές. Στις
δηλώσεις των τούρκων κυβερνητικών και στρατιωτικών αξιωματούχων επί του
θέματος, γίνεται λόγος για ισχυρή αντίδραση χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο της χρήσης στρατιωτικής ισχύος.
Δεν είναι όμως η Τουρκία η μόνη χώρα που αντιτάχθηκε στην προμήθεια από την
Κύπρο αυτού του αντιαεροπορικού οπλικού συστήματος. Το σύνολο σχεδόν της
διεθνούς κοινότητας με εξαίρεση την προμηθεύτρια χώρα του συστήματος, την
Ρωσία, εξέφρασε αντίθετη άποψη. Χαρακτηριστικές είναι οι τοποθετήσεις των ΗΠΑ,
της Βρετανίας αλλά και των λιπών ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες κατά βάση
επεδίωξαν να αποτρέψουν την εγκατάσταση των S-300 στην Κύπρο. Υπό το βάρος
αυτών των αντιδράσεων κυρίως και όχι μόνο των τουρκικών, δύο χρόνια περίπου
αργότερα, η Κυπριακή Δημοκρατία αποφάσισε την ακύρωση της έλευσης του
πυραυλικού συστήματος αεράμυνας στο νησί.
Καθώς η σχετική απόφαση για την εγκατάσταση των S-300 στην Κύπρο, είχε
ληφθεί στο πλαίσιο του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΕΑΧ),
δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι οι πιέσεις της Τουρκίας, των ΗΠΑ αλλά και της
Βρετανίας θέτουν ανυπέρβλητα εμπόδια για την ενίσχυση της άμυνας της Κύπρου
μέσω της αμυντικής συνεργασίας με την Ελλάδα. Από την ανάλυση ωστόσο των
τοποθετήσεων τόσο των ΗΠΑ όσο και της Βρετανίας συνάγεται ότι οι απόψεις τους
στο θέμα δεν ταυτίζονται με αυτή της Τουρκίας. Βασική επιδίωξη της τελευταίας δεν ήταν μόνο η ακύρωση της έλευσης των S-300 αλλά κυρίως η ματαίωση της
αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας - Κύπρου και η εγκατάλειψη του δόγματος του
ΕΑΧ. Αντίθετα ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Βρετανία αλλά και καμία τρίτη χώρα, κατά την
διάρκεια της κρίσης των πυραύλων δεν ταύτισε τους S-300 με το δόγμα του ΕΑΧ.
Μέσα από την περιπτωσιολογική ανάλυση του ζητήματος των S-300,
συνάγεται ότι το διεθνές περιβάλλον αν και δεν είναι απόλυτα ευνοϊκό παρέχει
δυνατότητες για την προώθηση από την Ελλάδα και την Κύπρο μιας αμυντικής
αποτρεπτικής στρατηγικής όπως είναι το δόγμα του ΕΑΧ. Επιπλέον όπως προτείνει
και η θεωρία των διεθνών σχέσεων, ένα μικρό κράτος παρά τους περιορισμούς που εκ των πραγμάτων αντιμετωπίζει προκειμένου να προστατέψει την ασφάλειά του,
διατηρεί την ευχέρεια διαφορετικών επιλογών στο πλαίσιο των ορίων που θέτουν
αυτοί οι περιορισμοί.
(. . .) Η ρευστότητα και η αστάθεια που χαρακτηρίζει το σύγχρονο διεθνές
περιβάλλον έχει αναδείξει την επιστημονική έρευνα και την ανάλυση των
δεδομένων σε επιτακτική ανάγκη, που συνδέεται ειδικότερα με τη
διευκρίνιση διεθνών περιφερειακών παραμέτρων που αφορούν στην
ασφάλεια των μικρότερων κρατών. Ένα πλήθος νέων ζητημάτων
αναδείχθηκαν στη δεκαετία του ’90 και στις περισσότερες περιπτώσεις
απαίτησαν όχι μόνο άμεσες προσαρμογές αλλά κυρίως μία νέου είδους
αντιμετώπιση. Η έκδοση αυτή επιχείρησε να αντικατοπτρίσει την ανάγκη
για διεπιστημονική έρευνα, που αναμφίβολα έχει πολυδιάστατες πτυχές.
Σε τελική ανάλυση το πρόβλημα του σύγχρονου ερευνητή δεν είναι μόνο
στη διερεύνηση των νέων συνθηκών. Το μεγαλύτερο πρόβλημά του είναι ο
ραγδαίος χαρακτήρας των εξελίξεων και η ανάγκη επαρκούς διαλεκτικής
προσέγγισης στη μελέτη του φαινομένου της αλλαγής. Στην παγκόσμια
πολιτική των αρχών του 21ου αιώνα καθετί είναι πιθανό και σχεδόν τίποτα
βέβαιο.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ε. ΧΩΡΑΦΑΣ
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ Η
ΕΛΛΑΔΑ: ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Χ. ΚΟΛΛΙΑΣ
ΑΜΥΝΑ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Σ. ΑΛΕΙΦΑΝΤΗΣ - Ν. ΤΖΙΦΑΚΗΣ
Η ΝΟΤΙΟ - ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ΩΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑ
Β. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ
SFOR - KFOR, ΝΑΤΟ ΚΑΙ ΡΩΣΙΑ: ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΣΤΙΣ
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΨΥΧΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
Ι.Δ. ΒΑΛΣΑΜΗ
ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΟ -
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ: Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΩΝ
ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ι. ΛΟΥΚΑΣ
Η ΓΕΩΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Γ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑΣ
ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΛΑΜ - ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΟΥΡΚΙΑ
Χ. Χ. ΓΙΑΝΝΙΑΣ
ΚΡΙΣΕΙΣ ΧΑΜΗΛΗΣ ΕΝΤΑΣΗΣ
Π. Κ. ΜΑΥΡΙΔΗΣ
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΟΥ
1987
Κ. Β. ΣΩΤΗΡΕΛΗΣ
ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΟΥΡΚΙΑΣ: Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ
Κ. ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΜΕΤΡΑ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Σ. ΖΑΜΠΟΥΡΑΣ
ΕΛΛΑΔΑ - ΙΣΡΑΗΛ: Η ΕΥΘΡΑΥΣΤΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Μ. Λ. ΕΥΡΥΒΙΑΔΗΣ
ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ: ΙΣΡΑΗΛ, ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ ΗΠΑ
Α. ΚΑΣΤΑΝΗΣ
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ
ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ: Η ΖΩΝΗ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Γ. Ι. ΤΣΙΑΛΤΑΣ
ΕΙΡΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Δ. Α. ΤΑΞΙΑΡΧΗ
CJΤF: Η ΛΥΣΗ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΜΙΑΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΥΝΑΣ;
Α. Γ. ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
ΣΥΝΘΗΚΗ CFE: Η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΤΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο
ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Θ. Γ. ΤΣΑΚΙΡΗΣ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ: Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ «ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ»
ΚΑΙ Η ΡΩΣΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
migration and refugees. It was found that the EU influenced the results of the negotiation and achieved the objectives in both cases. The
Global Compact for migration clearly reflects the European approach. In the case of the Global Compact for Refugees, its main
negotiating positions were fully integrated into the text of the Compact. In this case, however, its international performance has been
overshadowed by issues of cohesion and heterogeneity among its member States. In both cases, the EU arose as an international actor
who can effectively influence the international environment.
Λαμβανομένων υπόψη των περιορισμών που θέτουν τόσο το μέγεθος της χώρας όσο και η τουρκική απειλή, που εξακολουθεί να κατευθύνει το σημαντικότερο μέρος της ελληνικής στρατιωτικής προσπάθειας, συνεπής με τις υποχρεώσεις της η Ελλάδα συμμετέχει στις προσπάθειες ελέγχου της αστάθειας μέσα από επιχειρήσεις υποστήριξης της ειρήνης. Καλύπτοντας όλο το φάσμα των δυνατών επιλογών, η χώρα προσφέρει την ειρηνευτική της δράση στο πλαίσιο, διμερών συνεργασιών, νατοϊκών επιχειρήσεων, πολυεθνικών επιχειρήσεων υπό τη διοίκηση των ΗΠΑ, επιχειρήσεων του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ανάδειξη της τρομοκρατίας και της διασποράς των Όπλων Μαζικής Καταστροφής σε πρωτεύουσες απειλές οι οποίες συνυπάρχουν με τις παραδοσιακές απειλές και συγκρούσεις, έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της αστάθειας στο διεθνές σύστημα. Ως φυσική συνέπεια αυτής της εξέλιξης αναμένεται να αυξηθούν και οι απαιτήσεις για περισσότερες επιχειρήσεις διαχείρισης αυτής της αστάθειας, τόσο στο πλαίσιο του ΟΗΕ, όσο και της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Ειδικότερα, στο πλαίσιο του ΟΗΕ η Ελλάδα είναι δυνατό είτε να συμμετάσχει σε υφιστάμενες επιχειρήσεις (στο βαθμό που η σύνθεσή τους αλλάζει σποραδικά) είτε σε νέες, σε περιοχές σύγκρουσης όπως η Μ. Ανατολή, η Ασία και η Αφρική. Στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ έμφαση δίδεται πλέον σε επιχειρήσεις εναντίον της τρομοκρατίας και της διασποράς των Όπλων Μαζικής Καταστροφής σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη υπάρξει ανάγκη για παρέμβαση. Οι περισσότερες ωστόσο υποχρεώσεις για την Ελλάδα φαίνεται να προκύπτουν στο πλαίσιο της ΕΕ, εντός της οποίας αναμένεται να αυξηθούν οι απαιτήσεις για συμμετοχή των κρατών-μελών της σε επιχειρήσεις Υποστήριξης της Ειρήνης.
Συνοψίζοντας, συνάγεται ότι η ελληνική πολιτική στο βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο μέλλον θα κληθεί να αντιμετωπίσει το θέμα της διευρυμένης συμμετοχής της σε νέες επιχειρήσεις της οργανωμένης διεθνούς κοινότητας. Ωστόσο είναι ιδιαίτερα δύσκολο, σε οικονομικό και σε επιχειρησιακό επίπεδο, να ανταποκριθεί στο σύνολο των προσκλήσεων. Σημείο αναφοράς για την επιλογή των επιχειρήσεων στις οποίες οφείλει να συμμετάσχει η Ελλάδα πρέπει να αποτελέσει το κριτήριο των γεωστρατηγικών της συμφερόντων στις περιοχές των Βαλκανίων, της Μαύρης Θάλασσας και της Ανατολικής Μεσογείου.
Επιπλέον, η ελληνική πολιτική στη μελλοντική σχεδίαση της συμμετοχής της σε νέες αποστολές τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της ΕΕ οφείλει να λάβει υπόψη της την διαπίστωση ότι οι μελλοντικές διεθνείς επεμβάσεις, εξαιτίας της μεταβατικής περιόδου που διανύει το σύστημα συλλογικής ασφάλειας του ΟΗΕ, ολοένα και συχνότερα θα βρίσκονται στη γκρίζα περιοχή μεταξύ της νομιμότητας και μη νομιμότητας.
Σήμερα, δέκα χρόνια αργότερα τα κράτη της περιοχής εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σοβαρότατα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα, ενώ πολύ απέχουν από την δημιουργία ενός καθεστώτος ασφάλειας που θα εξασφαλίσει το ειρηνικό μέλλον της Βαλκανικής. Μια σειρά προϋποθέσεων και περιορισμών φαίνεται να ανακύπτουν στην προσπάθεια απάντησης του ερωτήματος αν στο σύγχρονο πλαίσιο του βαλκανικού υποσυστήματος είναι εφικτή η υιοθέτηση, από μέρος των κρατών της περιοχής, μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ασφάλειας σε πολυμερές επίπεδο σε τρόπο να μειωθούν ή να ελεγχθούν οι εντάσεις και να δημιουργηθεί ένα συλλογικό καθεστώς ασφάλειας.
Η υιοθέτηση των όποιων τέτοιων μέτρων προκειμένου να αποδειχθεί επιτυχημένη, θα πρέπει να δίνει απάντηση σε όλα τα προβλήματα ασφάλειας της περιοχής και κυρίως σε αυτό που προκύπτει από την εθνοτική διασπορά στις χώρες των Βαλκανίων. Προκειμένου να δρομολογηθεί μια τέτοια διαδικασία τα μέρη θα πρέπει να βρουν ένα ελάχιστο κοινό σημείο αναφοράς στη βάση του οποίου να επιδιώκουν τη συνεργασία. Η συνεργασία στη βάση του ελάχιστου κοινού παρανομαστή, εξελικτικά μπορεί να δημιουργήσει νέα κοινά συμφέροντα δίνοντας ώθηση στην παραπέρα εξέλιξη της διαδικασίας και την δημιουργία ενός συνολικού καθεστώτος ασφάλειας και εμπιστοσύνης στα Βαλκάνια.
Ωστόσο αν και η τάση της “δυτικοποίησης” διαποτίζει τις πολιτικές των βαλκανικών χωρών, καθώς όλα τα κράτη, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 έχουν θέσει ως κύριο στόχο της εξωτερικής τους πολιτικής την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ η ουσιαστική συνεργασία σε πολυμερές επίπεδο, σε θέματα ασφάλειας, είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Αξεπέραστο εμπόδιο φαίνεται να αποτελούν οι αλυτρωτικές διαθέσεις και οι εθνικιστικές φιλοδοξίες που επανα-ενεργοποίησε το τέλος της διπολικής αντιπαράθεσης. Οι υφιστάμενες πρωτοβουλίες για περιφερειακή συνεργασία αγνοούν ή στην καλύτερη περίπτωση, αντιμετωπίζουν το θέμα επιφανειακά και μόνο.
Σχεδόν τρία χρόνια μετά την στρατιωτική επιχείρηση του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο, που είχε ως διακηρυγμένο σκοπό την προστασία των αλβανόφωνων του Κοσόβου από την πολιτική Μιλόσεβιτς και την αποκατάσταση του πολυεθνικού χαρακτήρα της περιοχής, στα Βαλκάνια όχι μόνο δεν έχει επικρατήσει μια οριακή ισορροπία στη συνύπαρξη των εθνοτήτων, αλλά αντίθετα νέες εστίες έντασης έχουν δημιουργηθεί.
Ο αλβανικός εθνικισμός που φαίνεται να διανύει μια περίοδο επικίνδυνης αφύπνισης, έχει αναπτύξει μια δυναμική που ενδέχεται να αποσταθεροποιήσει το σύνολο της ευρύτερης περιφέρειας. Οι αλβανόφωνοι των Σκοπίων, οι αλβανόφωνοι στην ευαίσθητη περιοχή του Κοσσυφοπεδίου και στη Νότια Σερβία έχουν ήδη θέσει την περιοχή σε μια τροχιά αποσταθεροποίησης. Η διασύνδεση άλλωστε του αλυτρωτικού αλβανικού στοιχείου με τις τρομοκρατικές οργανώσεις, το λαθρεμπόριο και την διακίνηση ναρκωτικών επιβαρύνουν περισσότερο την κατάσταση.
Η Βαλκανική έχει εισέλθει σε μια μακρά μεταβατική περίοδο αστάθειας και αντιμετωπίζει έναν αριθμό προκλήσεων. Τα βαλκανικά κράτη αφενός προσπαθούν να ξεπεράσουν τους κινδύνους της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής αστάθειας, αφετέρου να ενταχθούν σε δυτικούς οργανισμούς που θα εγγυηθούν την ασφάλειά τους. Οι εθνικιστικές τάσεις όμως αναζωπυρώνονται στο πρόσφορο έδαφος της περιοχής, γεγονός που συνιστά την μεγαλύτερη μεσοπρόθεσμη αλλά και βραχυπρόθεσμη απειλή. Σε αυτό το πλαίσιο η τουρκική πολιτική φαίνεται να υποδαύλισε εξαρχής τις αλυτρωτικές τάσεις του μουσουλμανικού ή ισλαμικού στοιχείου στην περιοχή, ενώ αντιμετώπισε την ασταθή Βαλκανική ως ιδανικό πεδίο άσκησης μιας περιφερειακής ηγεμονικής πολιτικής.
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Τουρκίας για την βαλκανική χερσόνησο χρονικά αρχίζει το 1988 και λίγο πριν από τις ραγδαίες αλλαγές στην Αν. Ευρώπη-ΕΣΣΔ. Από το 1988 η Άγκυρα επιταχύνει την ανάπτυξη των διμερών σχέσεων με τις χώρες των Βαλκανίων, ενώ προβάλλει τη θεωρία της παράλληλης και ισόρροπης ανάπτυξης όλων των τομέων συνεργασίας. Σήμερα η Τουρκία δε φείδεται προσπαθειών για ενίσχυση της επιρροής της -πολιτικής, στρατηγικής, οικονομικής- στο Βαλκανικό χώρο. Για παράδειγμα, με δεδομένα τα οικονομικά της προβλήματα, εφαρμόζει στις εν λόγω χώρες μια αξιόλογη πιστωτική πολιτική προώθησης και χρηματοδότησης επενδυτικών προγραμμάτων και στήριξης των εξαγωγών της.
Η Τουρκική "οικονομική διπλωματία" δίνει προτεραιότητα στις περιοχές του αναφερόμενου και ως "ισλαμικού τόξου", δηλαδή Αλβανία, Σκόπια, Ν. Βουλγαρία. Αυτή η οικονομική δραστηριότητα εξελίσσεται παράλληλα προς την προσπάθεια αύξησης της πολιτιστικής της διείσδυσης στο χώρο αυτό. Στο πλαίσιο αυτό λειτουργούν οι δυναμικές του άξονα Άγκυρας-Σκοπίων, η παρεχόμενη Τουρκική υποστήριξη προς τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η αναβάθμιση των Τουρκο-Αλβανικών σχέσεων καθώς και η Βουλγαρο-Τουρκική προσέγγιση.
Συμπερασματικά, ανεξάρτητα από τη διάσταση απόψεων, για το αν είναι εφικτή η υιοθέτηση μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ασφάλειας σε πολυμερές επίπεδο, στο πλαίσιο ενός αξιόπιστου περιφερειακού καθεστώτος ασφάλειας, το κρίσιμο σημείο αφορά στην ετοιμότητα ή όχι των Βαλκανικών κρατών να προχωρήσουν σε πολυμερείς διευθετήσεις. Η έως τώρα εμπειρία δεν είναι ενθαρρυντική. Αντίθετα αυτό που η εμπειρία των διαβαλκανικών σχέσεων καταδεικνύει είναι η προτίμηση στις διμερείς συνεργασίες. Αυτή η πραγματικότητα θα μπορούσε να καταστεί το όχημα για μια μελλοντική διαπραγμάτευση σε πολυμερές επίπεδο. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν τα βαλκανικά κράτη εντάξουν τις διμερείς συνεργασίες τους στο σκοπό της προώθησης της πολιτική της “περιφερειακής συνεννόησης”, στο βαλκανικό υποσύστημα.
Ο λόγος για τη εξαίρετη εργασία της διακεκριμένης αναλύτριας Κατερίνας Χατζηαντωνίου με τίτλο «Αντιπυραυλική Αμυνα: Η πρόκληση της Υπερδύναμης» που έχει εκδώσει το Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων (σειρά Θέματα Πολιτικής και Αμυνας, έκδοση υπ’αριθ. 11) από το 2001 και εξακολουθεί να είναι επίκαιρη όσο ποτέ.
Μία απλή ανάγνωση της εργασίας αυτής σε ωθεί να καταφύγεις στην γνωστή έκφραση «πού πας ρε Καραμήτρο;». Αν και στην συγκεκριμένη περίπτωση, μάλλον περί Καραμήτραινας πρόκειται.