éducation
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.dy.ka.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
éducation | éducations |
éducation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
éducation | éducations |
éducation (fr) θηλυκό