Book Reviews by Deligianni Anastasia

Ο τίτλος της συλλογής ιστοριών του Σάμιουελ Μπέκετ, που μεταφράζουμε και εκδίδουμε για πρώτη φορά... more Ο τίτλος της συλλογής ιστοριών του Σάμιουελ Μπέκετ, που μεταφράζουμε και εκδίδουμε για πρώτη φορά στα ελληνικά, είναι, όπως κυκλοφόρησε τελικά στα αγγλικά από τον οίκο Chatto & Windus στο Λονδίνο τον Μάιο του 1934, Μore Pricks than Kicks (κατά λέξη: Περισσότερα/Μάλλον τσιμπήματα/κεντρίσματα παρά λακτίσματα/κλωτσιές). Η έμπνευση προήρθε από επεισόδιο στη Βίβλο ανάμεσα στον Παύλο (τότε ακόμα Σαούλ που πήγαινε στη Δαμασκό ενάντια στους Χριστιανούς) και στον Ιησού (που τον νουθέτησε να μη ματαιοπονεί αποκρούοντας το κάλεσμα του Θεού ), το οποίο υπάρχει στο αντίτυπο της εκδοχής τού King James (Κατά Λουκά, πράξεις 9:5 και 26:14), που είχε και συμβουλευόταν ο Μπέκετ, ενώ σε άλλες εκδοχές παραλείπεται. Αλλά και όπου υπάρχει εξοικείωση με την κτηνοτροφία, από την αρχαιότητα και τον Σολομώντα μέχρι σήμερα, συχνά χρησιμοποιείται η παραβολή/διδαχή προς το βόδι να μην αντιδρά τινάζοντας τα άκρα του και να υπακούει όταν ο αφέντης του το λογχίζει, διότι το αποτέλεσμα θα είναι, αντί να γλιτώσει, η αιχμή να το πληγώσει πιο βαθιά.
Prick βέβαια στην αγγλόφωνη αργκό είναι και το σηκωμένο πέος ενώ kick η εκσπερμάτιση, οπότε έχουμε μία ακόμα φορά που το λογοπαιχτικό δαιμόνιο του Μπέκετ συνδυάζει το θρησκευτικό/τιμωρητικό με το ατυχώς σεξουαλικό, καθώς όλος μαζί ο τίτλος, γνωρίζοντας την ιδιοσυγκρασία και τις περιπέτειες του πρωταγωνιστή Μπελάκουα, καταδεικνύει περισσότερο άγονο και παράτολμο κομπασμό παρά επιτυχία (βλ. και τα Οστά της Ηχούς, την τελευταία ιστορία που προστέθηκε σε αυτήν τη συλλογή αλλά απορρίφθηκε από τον επιμελητή Charles Prentice, επίσης στον κατάλογό μας από το 2023, ξεχωριστά όπως κυκλοφόρησε και στα αγγλικά το 2014 από τον οίκο Faber & Faber).
Αυτή η συλλογή αποτελεί το πρώτο δημοσιευμένο έργο μυθοπλασίας του Μπέκετ και τη μοναδική του ανθολογία διηγημάτων, σε τρίτο πρόσωπο με απεύθυνση στον αναγνώστη, πριν αργότερα περάσει στον πρωτοπρόσωπο εσωτερικό μονόλογο και στο θέατρο.
Είναι μια σειρά από δέκα αλληλοσυνδεόμενες ιστορίες (με μερικές υποσημειώσεις του συγγραφέα που εξηγούν τους δεσμούς, όπου χρειάζεται), η οποία διαδραματίζεται στο Δουβλίνο και στη γειτονική ύπαιθρο περιγράφοντας τις περιπέτειες του πολυμαθή αλλά και πολύπαθου αντιήρωα Belacqua Shuah - στο κείμενο: «ενός βρωμοπροτεστάντη με χαμηλή εκτίμηση για τη λατρεία αλλά σηκωμένα φρύδια».
Συνοπτικά, ο Μπέκετ έχει καταπιεί εδώ όχι μόνο ένα αγγλικό αλλά και ένα ιταλικό, ένα γαλλικό και ένα γερμανικό λεξικό, που αυτοκληθήκαμε να μεταφέρουμε στα ελληνικά, επειδή δεν νοείται πλέον να μιλάμε για την αφαίρεση στο μετέπειτα «κανονικό» του έργο χωρίς να καταλάβουμε τη σύνθεση και αποσύνθεση που προηγήθηκαν: πρέπει να γνωρίσουμε και να συμπονέσουμε τα φαντάσματα της εξουσίας (οικογενειακής, πνευματικής, κ.λπ.) και την αξία τους, να τους μοιάσουμε και να αυτοσαρκαστούμε, για να τα γελοιοποιήσουμε και να περάσουμε πέρα, από τα κάτω και μέσα. Φυσικά και το φάντασμα του Τζόις κρέμεται εδώ ακόμα βαριά πάνω από τον Μπέκετ. Ο Τζόις ήταν μια γνήσια ιδιοφυΐα παγκόσμιας κλάσης της μεταβατικής εποχής του κι έγραφε με συγκίνηση, με μια θα λέγαμε θεόδοτη κατοίκηση της γλώσσας. Ο Μπέκετ δοκιμάζει κάτι παρόμοιο, αλλά σαν να αναπτύσσει μια σύγχυση της στοματικής κοιλότητας, το πράγμα δεν κυλάει, είναι έξυπνο αλλά νεκροζώντανο, συναρμολογείται με πηγμένα και σκουριασμένα χρώματα-σιδηρικά ατάκτως ερριμμένα όπως σε παλιό μαγαζί, που μετά από εποχές ασύδοτης δόξας έκλεισε λόγω πληθωρισμού ή συνταξιοδότησης.

Πρόκειται για είκοσι οκτώ προσεκτικά δακτυλογραφημένες σελίδες, που προορίζονταν ως η «υφεσιακή» ... more Πρόκειται για είκοσι οκτώ προσεκτικά δακτυλογραφημένες σελίδες, που προορίζονταν ως η «υφεσιακή» (ενδέκατη) ιστορία της συλλογής More Pricks Than Kicks. Ο Μπέκετ έδωσε το δακτυλόγραφο στον Lawrence Harvey, ο οποίος το άφησε στη Βιβλιοθήκη Baker Memorial, στο Κολλέγιο του Ντάρτμουθ, ενώ υπάρχει επίσης ένα αντίγραφο με καρμπόν μεταξύ των εγγράφων της συλλογής A. J. Leventhal στο HRHRC, Austin, Texas. Ο Prentice, με την αποδοχή των MPTK προς έκδοση, πρότεινε στον Μπέκετ, στις 29 Σεπτεμβρίου 1933, να γράψει «άλλες 10.000 λέξεις ή έστω και 5.000», αλλά όταν τις παρέλαβε, στις 10 Νοεμβρίου, αποφάσισε να δημοσιεύσει τη συλλογή στην αρχική της μορφή (με 10 ιστορίες) και το ανακοίνωσε στον συγγραφέα με μια αξιοσημείωτη επιστολή. Ο Μπέκετ είπε στον MacGreevy, στις 6 Δεκεμβρίου, ότι είχε βάλει τα πάντα σ’ αυτήν την τελευταία ιστορία και αποθαρρύνθηκε από αυτήν την απόρριψη. Στη συνέχεια αρνήθηκε την άδεια για μεταγενέστερη δημοσίευσή της, μέχρι που αυτή έλαβε χώρα το 2014 από τους Faber & Faber, 25 χρόνια μετά τον θάνατο του Μπέκετ και 81 χρόνια μετά τη συγγραφή της (βλ. πιο αναλυτικά για τα παραπάνω την Εισαγωγή του επιμελητή Mark Nixon) και 90 χρόνια μετά πρώτη φορά εκτός αγγλικών, στα ελληνικά στην έκδοσή μας από τις Oblik Editions, που κρατάτε στα χέρια σας
Προδημοσίευση έκδοσης: δείγμα κειμένου (μετάφραση στα ελληνικά από τα μεσαιωνικά γαλλικά), επίμετ... more Προδημοσίευση έκδοσης: δείγμα κειμένου (μετάφραση στα ελληνικά από τα μεσαιωνικά γαλλικά), επίμετρο, παράρτημα, βιβλιογραφία και οπτικό υλικό (γκραβούρες και φωτογραφίες) από Oblik Editions
Μετάφραση και κριτική έκδοση από Oblik Editions
The book "aims to move away from the hitherto dominant critical discourses around Beckett's telev... more The book "aims to move away from the hitherto dominant critical discourses around Beckett's television work which approach it in textual and authorial terms." (p.2), but this proves to be both utopical and unhappy.

Εργασία Α’ εξαμήνου για το μάθημα Ιστορία της Τέχνης του ΔΠΜΣ «Τέχνη και Δημόσια Σφαίρα», Α.Π.Θ. ... more Εργασία Α’ εξαμήνου για το μάθημα Ιστορία της Τέχνης του ΔΠΜΣ «Τέχνη και Δημόσια Σφαίρα», Α.Π.Θ. – Διδάσκοντες: Λία Γυιόκα, Παναγιώτης Μπίκας –
Πρόλογος
Στο οπισθόφυλλο της έβδομης έκδοσης (1994) του βιβλίου Η δυσφορία της κουλτούρας (The Predicament of Culture) που θα επιχειρήσω να παρουσιάσω εδώ, και σε σημείωμα του Κλίφορντ Γκερτζ (Clifford Geertz), διαβάζουμε πως ο συγγραφέας Τζέιμς Κλίφορντ (James Clifford) με το έργο του αυτό άσκησε τεράστια επιρροή, επειδή πρόσφερε μία πανοραμική προοπτική στη μελέτη της ‘κουλτούρας’ , κάτι που, σχεδόν σίγουρα, δεν θα κατόρθωνε ποτέ η Ανθρωπολογία από μόνη της.
Πράγματι, σχετικά με την αποδοχή που επιφύλαξαν στο βιβλίο πάσης φύσεως αναγνώστες, μία απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο επαληθεύει την παραπάνω διαπίστωση τουλάχιστον ποσοτικά. Σχετικά, όμως, με το επιστημονικό είδος στο οποίο ανήκει το βιβλίο, μετά από δική μου προσεκτική πολλαπλή και συγκριτική ανάγνωσή του και μελέτη της βιβλιογραφίας του, αλλά και σύμφωνα με τη σχετική παραδοχή του συγγραφέα του στην Εισαγωγή, πρέπει αδιαμφισβήτητα να ειπωθεί ότι το πόνημα αυτό αποτελεί μία επιμελημένη από τον ίδιο συρραφή πρότερα δημοσιευμένων άρθρων του, στα οποία ασκεί κριτική στις εθνογραφικές πρακτικές και θεωρίες άλλων (στους πρωτεργάτες της συμμετοχικής παρατήρησης πεδίου, στη γαλλική αποστολή Ντακάρ-Τζιμπουτί, στα μουσεία της Νέας Υόρκης και του Παρισιού πριν και μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους, στον Οριενταλισμό του Σαΐντ), μαζί με μία δική του πρόταση καταγραφής υλικού από δίκη Ινδιάνων για ανάκτηση της γης τους .
Είναι μία σύγχρονη εκδοχή ανοιχτού μοντερνιστικού αρχείου γεμάτου από τις προσπάθειες που έγιναν να απαντηθούν ερωτήσεις για την ανθρώπινη έκφραση και τη θεσμοθέτησή της, ένα κολάζ, με άλλα λόγια, περιγραφών διαφόρων ερευνών και εκδηλώσεων πολιτισμού, δηλαδή σκηνών πολιτικής μονταρισμένων γύρω από τον άξονα της ανθρώπινης δημιουργικότητας και της πρόσληψής της, μέσα από τις οποίες διενεργήθηκαν από τους αυτουργούς τους και επανεξετάζονται στο βιβλίο από τον Κλίφορντ οι σχέσεις της Δύσης με άλλες κοινωνίες.
Δε δίνει, λοιπόν, απαντήσεις, αφού οι αξιακές θέσεις και οι γλωσσικοί ορισμοί αλλάζουν συνεχώς και ο ‘χρονότοπος’ μετακινείται, αλλά προειδοποιεί για τους κινδύνους και εμπνέει για νέα επιμορφωμένα πλέον ταξίδια στον Εαυτό και στον Άλλον μέσα από αισθητικές (επεξ)εργασίες.
Thesis Chapters by Deligianni Anastasia
Mémoire de D.E.A./UNIVERSITE PARIS 7: DENIS DIDEROT/ UFR des Sciences des Textes et Documents/ Se... more Mémoire de D.E.A./UNIVERSITE PARIS 7: DENIS DIDEROT/ UFR des Sciences des Textes et Documents/ Session Juin 2004

Ερευνητική πρόταση προς συνοδεία της αίτησης υποψηφιότητάς μου για εισαγωγή στο Δ.Π.Μ.Σ. «Τέχνη κ... more Ερευνητική πρόταση προς συνοδεία της αίτησης υποψηφιότητάς μου για εισαγωγή στο Δ.Π.Μ.Σ. «Τέχνη και δημόσια σφαίρα» του Α.Π.Θ., με κατεύθυνση την «Ιστορική, πολιτική και ερμηνευτική διερεύνηση της τέχνης».
Πρόλογος
Όταν ο Samuel Beckett, αφού τον διαπέρασε όλη η μετάβαση από τον 19ο στον 20ο αι., έπλαθε για το χαρτί και το θέατρο φαντασματικές φιγούρες με νέα γλώσσα (που μετά το σοκ του Β΄ παγκοσμίου πολέμου θα γίνονταν ραδιόφωνο και πειραματικός κινηματογράφος), και η φωτογραφία καταγραφής μετέτρεπε το ιστορικό και πολιτικό ρεπορτάζ από δημοσιογραφία σε τέχνη (ακόμη και σε εμπορική καρικατούρα που πλέον έχει διαμορφώσει ηθική έξης έως και αδιαφορίας σε κάθε είδηση-θέαμα), διαφαίνονταν ήδη τα πώς και τα γιατί της έλευσης του μεταμοντέρνου μέσα από την άνοδο και την παρακμή του μοντέρνου .
Θεωρώ ότι στην Ελλάδα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πορείας θεωριών και καλλιτεχνικών εφαρμογών, ενδεικτικό για τη θέση της χώρας, με τις γεωγραφικές και μυθολογικές της ιδιαιτερότητες, στο αντίστοιχο αφήγημα, είναι η αρχιτεκτονική δημιουργία και ζωή της πανεπιστημιούπολης του Α.Π.Θ., στην οποία δεν έχει δοθεί ακόμα η σχετική σημασία .
Papers by Deligianni Anastasia

Μία ιστορική-βιβλιογραφική κριτική παρουσίαση
Εργασία Α' εξαμήνου για το μάθημα Θεσμοί της Τέχνη... more Μία ιστορική-βιβλιογραφική κριτική παρουσίαση
Εργασία Α' εξαμήνου για το μάθημα Θεσμοί της Τέχνης του ΔΠΜΣ «Τέχνη και Δημόσια Σφαίρα», Α.Π.Θ.
Με ευχαριστίες στον Κ.Π.Στάικο, αεί παρόντα.
Η παρούσα εργασία αποτελεί σύνθεση των βασικών πληροφοριών που μπορεί κανείς να βρει σχετικά με το συγκριτικό θέμα Τυπογραφία και Εικαστικές Τέχνες στην Ελλάδα. Την έφτιαξα ως ανοιχτό μοντερνιστικό αρχείο, δηλαδή με ποικίλα είδη ντοκουμέντων στα οποία μπορεί να ανατρέξει κανείς (σε κάποια από αυτά αποκλειστικά εδώ, όπως οι απομαγνητοφωνημένες μαρτυρίες) και τα οποία ενώνει ένας ειρμός αφήγησης σε ελεύθερο στυλ για ευρύ κοινό, και με τον κεντρικό κορμό για χρήση δημόσιας παρουσίασης ενώ τα συνήθως επικουρικά μέρη (υποσημειώσεις, παραρτήματα, ηλεκτρονικούς συνδέσμους) για προσεκτική μελέτη. Την έφτιαξα για να αποτελέσει αυτό που εμένα μου έλειψε στην πολύχρονη και πολλαπλή έρευνά μου κατά την ενασχόλησή μου με τις εκδόσεις: μία πυκνά συγκεντρωτική πανοραμική θεώρηση, που να εμπνέει σε περαιτέρω αναζήτηση των επιμέρους στοιχείων σε άλλο πλαίσιο για όποιον θέλει (π.χ. διδακτορικό ή βιβλίο-η εργασία μου είναι σα να διαβάζει κανείς το review τους, ή το σκριπτ ενός ντοκιμαντέρ). Υπάρχουν πολλά πονήματα με διάσπαρτα στοιχεία (βλ. Πηγές) τα οποία μελέτησα διεξοδικά για να μπορώ εδώ να προτείνω ένα συγκερασμό τους. Όπου δεν παραπέμπω αλλού, οι διατυπώσεις είναι πρωτότυπα δικές μου. Όπου δίνω παραδείγματα, είναι αποτελέσματα επίπονης αφαιρετικής διαδικασίας ανάμεσα σε αξιόλογους 'υποψηφίους' για την εύρεση του πιο αντιπροσωπευτικού σε σχέση με το επιμελητικό μου επιχείρημα, όπως αναγκαστικά λόγω χώρου και χρόνου κάνουμε στις εικαστικές εκθέσεις. Τέτοια αντικείμενα έρευνας είναι στα όρια της θεωρίας και της πράξης, οπότε η αντιμετώπισή τους στο πλαίσιο μίας ακαδημαϊκής εργασίας, και ιδίως όταν επιχειρείται για πρώτη φορά, ενέχει αναγκαστικά πολλά ρίσκα στις επιλογές υλικού και φόρμας, υποθέσεις συχνά με βάσεις μόνο ενδείξεις, νεολογισμούς, 'αμοντάριστες' καταγραφές, κλπ, ώστε να σεβαστεί και να αποδώσει κανείς την ιδιαιτερότητα και κυρίως να διαφανεί η αγάπη και η δέσμευση που θα συγκινήσει και άλλους, χωρίς να 'ξεπλυθούν' τα συγκείμενα αλλά και χωρίς να παραβιάζεται η όποια δεοντολογία. Για να γίνει κάτι επιστημονικό (εξακριβωμένη και τεκμηριωμένη γνώση) πρέπει πρώτα να το φέρουμε στο εργαστήριο και να βρούμε λέξεις για αυτό. Σε αυτή τη φάση είμαστε με το θέμα μου εδώ. Η παρούσα εργασία είναι μία πρόταση-υπόθεση. Στην όλη οπτική αίσθηση του γραπτού έχει γίνει σχεδιασμός προσωπικού γούστου, όπως θα έκανε ένας τυπογράφος έργων τέχνης, για να ταιριάζει η τακτική με το θέμα, και να ρέει για κάθε αναγνώστη. Δεν έχει ακολουθηθεί πρότυπο.

Εργασία δευτέρου εξαμήνου του ΔΠΜΣ «Τέχνη και Δημόσια Σφαίρα», Α.Π.Θ. για το μάθημα Kοινωνιολογία... more Εργασία δευτέρου εξαμήνου του ΔΠΜΣ «Τέχνη και Δημόσια Σφαίρα», Α.Π.Θ. για το μάθημα Kοινωνιολογία και Πολιτική Οικονομία της Τέχνης-Διδάσκων: Αλέξανδρος Μπαλτζής
Β' μέρος (κριτική στις κοινωνιολογικές έρευνες για την Τέχνη και ερευνητική πρόταση)
Τόσο στον ίδιο τον Bourdieu, όσο και στους συνεχιστές του, όπως είναι ο Ν.Παναγιωτόπουλος στην Ελλάδα, παρατηρείται αρκετά έντονη η αγωνία για την αξία, τη χρησιμότητα και το πρακτικό έρεισμα της κοινωνιολογικής έρευνας στην κοινωνία που εξετάζεται κάθε φορά, με άλλα λόγια τους απασχολεί αν η θεωρία ξανασυναντά τις πρακτικές ανάγκες, από τις οποίες πήρε αφορμή και σχημάτισε υποθέσεις, με τα συμπεράσματα που φαίνεται να εξάγει για αυτές, πώς, δηλαδή, αυτά εφαρμόζονται, ενδιαφέρουν και επηρεάζουν όχι μόνο τους στοχαστές γύρω από διάφορα φαινόμενα αλλά και τα ίδια τα υποκείμενα της άποψης/δράσης. Φτάνουν ποτέ τα συμπεράσματα στο κοινό; Μέσα από ποιούς αγωγούς; Το βοηθούν σε κάτι; Γίνεται επαλήθευση ξαναζητώντας τη γνώμη των συμμετεχόντων στην έρευνα-ακόμη και πιθανές ερμηνείες-για τα συμπεράσματα που εξήχθησαν με επιστημονικές μεθόδους; Τί νόημα έχει τελικά ένας Λόγος για την Κοινωνία που δε γίνεται Διά-λογος και Δια-δρομή, μία Διά-κριση που δια-φωτίζει ίσως μα δεν δια-περνά;
Τί εργαλεία όμως έχουμε ή θα έπρεπε να φτιάξουμε για έναν τέτοιον έλεγχο εκ των υστέρων, αλλά και πώς το ενδιαφέρον αυτό για το κοινωνικό έρεισμα θα προϋπέθετε άλλες μεθοδολογικές επιλογές στο ίδιο το στήσιμο της πρωταρχικής έρευνας; Και, για να έρθουμε στα περί Τέχνης, δεν σχετίζεται, αν όχι μοιάζει απόλυτα, ένα τέτοιο ενδιαφέρον για το έργο μίας κοινωνιολογικής έρευνας με την αισθητική αποδοχή των καλλιτεχνικών παραγωγών;
Εργασία δευτέρου εξαμήνου για το μάθημα Άξονες Έρευνας: Τέχνη, Κοινωνία και Πολιτική του ΔΠΜΣ «Τέ... more Εργασία δευτέρου εξαμήνου για το μάθημα Άξονες Έρευνας: Τέχνη, Κοινωνία και Πολιτική του ΔΠΜΣ «Τέχνη και Δημόσια Σφαίρα», Α.Π.Θ. – Συντονιστής: Γιάννης Σταυρακάκης
Οι συνδυασμοί, συνεργασίες, συνδιαλλαγές, συγκινήσεις, πώς και γιατί μας επηρεάζουν, το συγκείμενο του απεικάσματος, δηλαδή, ήταν η Ποιητική του. Σε αυτό φαίνεται να συγκλίνουν όλες οι πηγές που μελετήσαμε για την πρόσληψη του Berger (γραμματεία, οπτικοακουστικά τεκμήρια άλλων και αυτοπορτραίτα, χρήστες/χρήστριες Youtube), όπως προσπαθούμε να δείξουμε με ενδελεχή αν και φυσικά όχι εξαντλητική παράθεση.

Εργασία δευτέρου εξαμήνου για το μάθημα Δίκαιο και Τέχνη του ΔΠΜΣ «Τέχνη Και Δημόσια Σφαίρα», ΑΠΘ... more Εργασία δευτέρου εξαμήνου για το μάθημα Δίκαιο και Τέχνη του ΔΠΜΣ «Τέχνη Και Δημόσια Σφαίρα», ΑΠΘ/ Υπεύθυνος καθηγητής: Ανδρέας Τάκης
Στη Νέα Υόρκη, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Ρουμάνος γλύπτης Κονσταντίν Μπρανκούζι προσέφυγε στη δικαιοσύνη, καθώς η κυβέρνηση των ΗΠΑ δασμολόγησε το χάλκινο έργο του με τίτλο Πουλί στο χώρο, παρότι ο νόμος επέβαλλε ατέλεια εισαγωγής στα έργα τέχνης, επειδή έκριναν πως το επίμαχο «αντικείμενο» δεν ανήκε σε αυτή την κατηγορία. Το δικαστήριο εκλήθη να απαντήσει αν το έργο έπρεπε να εισαχθεί ή όχι ατελώς, αν ήταν, δηλαδή, ή δεν ήταν έργο τέχνης. Η ανάγνωση των πρακτικών της δίκης είναι συναρπαστική. Οι διάλογοι δεν αγγίζουν απλώς τα όρια του παραλόγου, αλλά και καθιστούν σαφή την αναρμοδιότητα των δικαστηρίων να αποφανθούν περί παρομοίων ζητημάτων. Ωστόσο, η επικαιρότητα του βιβλίου βρίσκεται αλλού: η μετατόπιση του κριτηρίου εγκυρότητας από το ίδιο το καλλιτεχνικό έργο προς το θεσμικό πλαίσιο που το αναγνωρίζει ως τέτοιο, αλλά και η αυξανόμενη δυσκολία εντοπισμού αυτού του ίδιου του καλλιτεχνικού αντικειμένου, θα αποτελέσουν ορισμένα από τα καίρια ζητήματα της καλλιτεχνικής θεωρίας όχι μόνο του 20ού αλλά και του 21ου αιώνα.

Two Greek performances, 2011
Review of two performances of Beckett plays in Greek and in Greece:
- Happy Days (new translatio... more Review of two performances of Beckett plays in Greek and in Greece:
- Happy Days (new translation: Dionyssis Kapsalis), Chora Theater, Athens, 1st October-8th November 2009. Direction: Hector Lygizos, Winnie: Mina Adamaki, Willie: Erricos Litsis, costume/set design: Mayou Trikerioti, lights: Dimitris Kassimatis. - Waiting for Godot, Happy Days, Endgame, under the common title “Within this ash grey”, municipal Market of Kypseli, Athens, 20-21 June 2010. Direction: Elena Vogli, scenery and costumes: Maria Karathanou, lights: Michalis Bouris, technical assistance/pianist: Pantelis Panteloglou, interpretation: students of ‘Modern times’ school of dramatic art.
Published in:
https://www.euppublishing.com/doi/full/10.3366/jobs.2011.0011?fbclid=IwAR3zD_S-CU-1LfzHNX8ox7Oui3if6b_Msb9cXRhAF_NFc__9c4OXSdk_2IQ

Article paru dans la Revue Synthèses, no2, Département de la Langue et de la Littérature Françaises, Université Aristote de Théssalonique, 2009
I will use two definitions of the unsaid in literature (the re-said or deleted before publication... more I will use two definitions of the unsaid in literature (the re-said or deleted before publication is a matter of posterior genetical discoveries that I will not treat here): either it is a style in which a writing subject hides so as to better show, or it is an inherent trait of an object of written language, which, empty or full, will never be satisfying. In both cases, i.e. either due to the subject's or to the object's nature, the unsaid tell us what Samuel Beckett formulated as: "The expression that there is nothing to express… together with the obligation to express" (see footnote 1 below). Because to him, to un-say is not the synonym of to not say but of the to have to say the impossible: similar to this inachievable human effort to touch the total effect by experiencing even death while being still alive. After a significant ontological distinction between the verbs to say/to tell and to talk/to speak, based on the fact that the first ones get a direct object whereas the second ones don't, I am approaching the Beckettian unsaid , in two parts: through the special speeches of his heros, paradoxical but meaning I am here, now all the same, and through the organs of Beckettian interior speech, eyes and ears, images and voices, although silent to others. Going on speaking, in any way, at any price, we cannot but try to say the impossible; and this is the only possible way to be.

Εργασία Α' εξαμήνου για το μάθημα Φιλοσοφία, αισθητική και ερμηνεία της τέχνης του ΔΠΜΣ «Τέχνη κα... more Εργασία Α' εξαμήνου για το μάθημα Φιλοσοφία, αισθητική και ερμηνεία της τέχνης του ΔΠΜΣ «Τέχνη και Δημόσια Σφαίρα», Α.Π.Θ.-Διδάσκων: Άρης Στυλιανού
Πρόλογος
Το συγκριτικό θέμα του τίτλου της παρούσας εργασίας, χωρίς την παρένθεση, έχει συζητηθεί ήδη αρκετά σε διάφορες εκδοχές των πιθανών συνδυασμών των όρων του, π.χ. ο Μπένγιαμιν και το αστικό τοπίο, ο Μπένγιαμιν και το έργο τέχνης, το αστικό τοπίο ως έργο τέχνης, ή και, αντίστροφα, το έργο τέχνης ως αστικό τοπίο. Θα ήταν θεμιτή, λοιπόν, απλώς μία βιβλιογραφική προσέγγιση, με παρουσίαση βασικών συγγραφέων και πηγών, που θα πρόσφερε στην ακαδημαϊκή κοινότητα μία λίστα ή έναν χάρτη (αγαπημένες μοντερνιστικές καταγραφικές πρακτικές του Μπένγιαμιν). Αλλά και οι επιμέρους όροι του θέματος του τίτλου είναι από ένα φιλοσοφικό ζήτημα ο καθένας. Ποιός Μπένγιαμιν; Ο μαρξιστής, ο σουρεαλιστής, ο μοντερνιστής, ο Γερμανοεβραίος, ο έκπτωτος γιος - άσχημος εραστής - τρυφερός πατέρας - αυτόχειρας, ή ο θεωρητικός λογοτέχνης; Και όταν λέμε ‘αστικό’ εννοούμε της πόλης ή της τάξης; Και τί είναι το έργο; Πόνημα του νου και των αισθήσεων ή των χεριών και της κοινωνίας; Το τοπίο πάλι; Είναι εσωτερικό (ψυχισμός), εξωτερικό (ατμόσφαιρα, ενέργεια, οπτικό πεδίο) ή μήπως η κατηγορία landscape αντί για portrait στη ζωγραφική και τη φωτογραφία; Τέλος, η τέχνη είναι δημιουργία ή θεσμός; Θα ήταν κι εδώ θεμιτή κάθε προσπάθεια απάντησης σε αυτά τα δι-λήμματα, που θα εμπλούτιζε επιστημονικά αντικείμενα όπως η αισθητική φιλοσοφία και η ιστορία της τέχνης ή τα αντίστοιχα λήμματα σε ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό ευρείας χρήσης (επίσης από τα μοντερνιστικά αντικείμενα ταξινόμησης του χάους που λάτρευε ο Μπένγιαμιν, όπως οι βιβλιοθήκες).
Κάπως έτσι επιβάλλεται η λύση της παρένθεσης. Ποιός γράφει την εργασία, πώς σχετίζεται με το θέμα και γιατί θα μας μιλήσει τώρα γι’ αυτό; Για το βαθμό του καθηγητή που θα την αξιολογήσει, για την προσωπική απόλαυση, για την προσφορά στο σύνολο; Και τότε οι επιλογές ανάλυσης και σύνθεσης ξεκαθαρίζουν: σε μένα ο Μπένγιαμιν και το αστικό τοπίο ως έργο τέχνης επανέρχονται μαζί κυκλικά, περιλαμβάνοντας κάθε φορά και άλλα στοιχεία. Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να παρουσιάσω ενδεικτικά δύο αμοντάριστα πλάνα της σχέσης μου αυτής με το θέμα του τίτλου της παρούσας εργασίας, πιστή στη μοντερνιστική μεθοδολογία που του ταιριάζει, ως αυτοβιογραφικά ντοκουμέντα σχολιασμένα στο πλαίσιο του συγκεκριμένου μαθήματος.
Conference Presentations by Deligianni Anastasia

ΔΙΑΠΛΟΚΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ (ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ) ΗΘΟΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ - ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ, ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, 2021
Περίληψη
Ίσης περίπου έκτασης, σχεδιασμένα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (το μεν γαλλικό στα συ... more Περίληψη
Ίσης περίπου έκτασης, σχεδιασμένα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (το μεν γαλλικό στα συντρίμμια από τους βομβαρδισμούς των νότιων τειχών του Παρισιού, το δε ελληνικό μετά τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης, με τελική καταπάτηση του εβραϊκού της νεκροταφείου), και με κύρια περίοδο οικοδόμησης από τον Μεσοπόλεμο μέχρι τις δεκαετίες ’70-’80, τα δύο πανεπιστημιακά πάρκα με τους επώνυμους αρχιτεκτονικούς θησαυρούς παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες και διαφορές, που θα αναφερθούν στο πρώτο μέρος της εισήγησης, μετά την εισαγωγή.
Σε ένα δεύτερο μέρος, θα επιχειρηθεί μία γεωπολιτική και ιστορική/αισθητική ανάλυση της σύγκρισής τους (πόλεμοι, Σχέδιο Μάρσαλ, Δυτική Ευρώπη και Νοτιοανατολική Μεσόγειος, Μοντερνισμός, μνημειακότητα της αρχιτεκτονικής, κλπ.) και στο τρίτο μέρος, πριν από τα συμπεράσματα που θα καταδείξουν το ενδιαφέρον της αναζήτησης των αιτιών μίας τέτοιας μελέτης, θα τοποθετηθούν χωριστά και μαζί στη συζήτηση γύρω από: ζητήματα εκπαιδευτικών πολιτικών που κλήθηκαν και καλούνται να υπηρετήσουν, τη σχέση τους με το υπόλοιπο αστικό τοπίο και την εικόνα/οικονομία/κοινωνία της κάθε χώρας, την ηθική της χρήσης τους και προτάσεις για το μέλλον τους ανάλογα με συγκυριακές αλλά και μόνιμες ανάγκες.
Λέξεις-κλειδιά: Παρίσι, Θεσσαλονίκη, Εκπαιδευτική Πολιτική, Μοντερνισμός.
Abstract
Of almost equal size, both designed after World War I (the French in the wreckage of the bombardment of the south walls of Paris, and the Greek after the great fire of Thessaloniki and the final encroachment of the city’s Jewish cemetery), these two university parks, with their branded architectural treasures built during the period between the ’30’s and the ’80’s, show significant similarities and differences, which will be mentioned in the first part of the lecture, after the introduction.
In a second part, a geopolitical and historical/aesthetic analysis of their comparison will be attempted (wars, Marshall Plan, Western Europe and Southeast Mediterranean, Modernism, monumentality of architecture, etc.) and in the third part, before concluding to demonstrate the interest in seeking out the causes of such a comparative study, they will be placed separately and together in the debate on issues of educational policies that they have been and they still are called upon to serve, in relation to their surrounding urban landscape, to the image / economy / society of their two countries, to the ethics of their use, and to proposals for their future, depending on short-term and permanent needs.
Keywords: Paris, Thessaloniki, Educational Policy, Modernism.
LE TRAVAIL DU GENRE À TRAVERS LES ÉCHANGES ÉPISTOLAIRES DES ÉCRIVAINS Épistolarité et généricité, 2015
Roman et théâtre. Une rencontre intergénérique dans la littérature française, 2011

Paper given at the University of York conference entitled: “Samuel Beckett: Out of the archive”- ... more Paper given at the University of York conference entitled: “Samuel Beckett: Out of the archive”- 23-26/June/2011
"How should we form and use an archive?" is the same question as "What is memory?" In the archive, we live in the past; with the archive, we live in the present; for it, in the future; without it, in the void, either unnamable or just lucky. All Beckett deals with this question, but the answers given in his texts and life are full of contradiction and repetitions, representative of the transition era in which his personal time met the eternal one (Hegelian end of History, Freudian blow to the Narcissism, Modernism in Art, two World Wars), and invalid today (how many of you keep an email backup?). Beckett ended his letter to Howe from Berlin in 1936 with the aphorism: "The classifiers are the obscurantists." Indeed, in this paper, I am trying to show why and how Beckett created many diary keepers and archivists (Malone, Krapp, Winnie, even the Dépeupleur), how he attempted (and failed) to organise chaos through many lists and categorisations by external or posterior narrators and spectators (Watt, How it is, Company, Ohio Impromptu), and how he was unceasingly taking notes himself. If by all this he meant that the brightness of memories, senses and creations is as unsustainable as its loss, this paper means to enlighten the double awareness suggested by Beckett's work itself, both semantically and technically: archiving is an addictive game resembling to life, you did not start it, it is not an end. If you judge, you do not play, if you play, you may lose. So, one should constantly do it and undo it, being imaginative with the canon, and associating it to other lifelike games (i.e. writing, theater, wandering or… chess!)
Uploads
Book Reviews by Deligianni Anastasia
Prick βέβαια στην αγγλόφωνη αργκό είναι και το σηκωμένο πέος ενώ kick η εκσπερμάτιση, οπότε έχουμε μία ακόμα φορά που το λογοπαιχτικό δαιμόνιο του Μπέκετ συνδυάζει το θρησκευτικό/τιμωρητικό με το ατυχώς σεξουαλικό, καθώς όλος μαζί ο τίτλος, γνωρίζοντας την ιδιοσυγκρασία και τις περιπέτειες του πρωταγωνιστή Μπελάκουα, καταδεικνύει περισσότερο άγονο και παράτολμο κομπασμό παρά επιτυχία (βλ. και τα Οστά της Ηχούς, την τελευταία ιστορία που προστέθηκε σε αυτήν τη συλλογή αλλά απορρίφθηκε από τον επιμελητή Charles Prentice, επίσης στον κατάλογό μας από το 2023, ξεχωριστά όπως κυκλοφόρησε και στα αγγλικά το 2014 από τον οίκο Faber & Faber).
Αυτή η συλλογή αποτελεί το πρώτο δημοσιευμένο έργο μυθοπλασίας του Μπέκετ και τη μοναδική του ανθολογία διηγημάτων, σε τρίτο πρόσωπο με απεύθυνση στον αναγνώστη, πριν αργότερα περάσει στον πρωτοπρόσωπο εσωτερικό μονόλογο και στο θέατρο.
Είναι μια σειρά από δέκα αλληλοσυνδεόμενες ιστορίες (με μερικές υποσημειώσεις του συγγραφέα που εξηγούν τους δεσμούς, όπου χρειάζεται), η οποία διαδραματίζεται στο Δουβλίνο και στη γειτονική ύπαιθρο περιγράφοντας τις περιπέτειες του πολυμαθή αλλά και πολύπαθου αντιήρωα Belacqua Shuah - στο κείμενο: «ενός βρωμοπροτεστάντη με χαμηλή εκτίμηση για τη λατρεία αλλά σηκωμένα φρύδια».
Συνοπτικά, ο Μπέκετ έχει καταπιεί εδώ όχι μόνο ένα αγγλικό αλλά και ένα ιταλικό, ένα γαλλικό και ένα γερμανικό λεξικό, που αυτοκληθήκαμε να μεταφέρουμε στα ελληνικά, επειδή δεν νοείται πλέον να μιλάμε για την αφαίρεση στο μετέπειτα «κανονικό» του έργο χωρίς να καταλάβουμε τη σύνθεση και αποσύνθεση που προηγήθηκαν: πρέπει να γνωρίσουμε και να συμπονέσουμε τα φαντάσματα της εξουσίας (οικογενειακής, πνευματικής, κ.λπ.) και την αξία τους, να τους μοιάσουμε και να αυτοσαρκαστούμε, για να τα γελοιοποιήσουμε και να περάσουμε πέρα, από τα κάτω και μέσα. Φυσικά και το φάντασμα του Τζόις κρέμεται εδώ ακόμα βαριά πάνω από τον Μπέκετ. Ο Τζόις ήταν μια γνήσια ιδιοφυΐα παγκόσμιας κλάσης της μεταβατικής εποχής του κι έγραφε με συγκίνηση, με μια θα λέγαμε θεόδοτη κατοίκηση της γλώσσας. Ο Μπέκετ δοκιμάζει κάτι παρόμοιο, αλλά σαν να αναπτύσσει μια σύγχυση της στοματικής κοιλότητας, το πράγμα δεν κυλάει, είναι έξυπνο αλλά νεκροζώντανο, συναρμολογείται με πηγμένα και σκουριασμένα χρώματα-σιδηρικά ατάκτως ερριμμένα όπως σε παλιό μαγαζί, που μετά από εποχές ασύδοτης δόξας έκλεισε λόγω πληθωρισμού ή συνταξιοδότησης.
Πρόλογος
Στο οπισθόφυλλο της έβδομης έκδοσης (1994) του βιβλίου Η δυσφορία της κουλτούρας (The Predicament of Culture) που θα επιχειρήσω να παρουσιάσω εδώ, και σε σημείωμα του Κλίφορντ Γκερτζ (Clifford Geertz), διαβάζουμε πως ο συγγραφέας Τζέιμς Κλίφορντ (James Clifford) με το έργο του αυτό άσκησε τεράστια επιρροή, επειδή πρόσφερε μία πανοραμική προοπτική στη μελέτη της ‘κουλτούρας’ , κάτι που, σχεδόν σίγουρα, δεν θα κατόρθωνε ποτέ η Ανθρωπολογία από μόνη της.
Πράγματι, σχετικά με την αποδοχή που επιφύλαξαν στο βιβλίο πάσης φύσεως αναγνώστες, μία απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο επαληθεύει την παραπάνω διαπίστωση τουλάχιστον ποσοτικά. Σχετικά, όμως, με το επιστημονικό είδος στο οποίο ανήκει το βιβλίο, μετά από δική μου προσεκτική πολλαπλή και συγκριτική ανάγνωσή του και μελέτη της βιβλιογραφίας του, αλλά και σύμφωνα με τη σχετική παραδοχή του συγγραφέα του στην Εισαγωγή, πρέπει αδιαμφισβήτητα να ειπωθεί ότι το πόνημα αυτό αποτελεί μία επιμελημένη από τον ίδιο συρραφή πρότερα δημοσιευμένων άρθρων του, στα οποία ασκεί κριτική στις εθνογραφικές πρακτικές και θεωρίες άλλων (στους πρωτεργάτες της συμμετοχικής παρατήρησης πεδίου, στη γαλλική αποστολή Ντακάρ-Τζιμπουτί, στα μουσεία της Νέας Υόρκης και του Παρισιού πριν και μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους, στον Οριενταλισμό του Σαΐντ), μαζί με μία δική του πρόταση καταγραφής υλικού από δίκη Ινδιάνων για ανάκτηση της γης τους .
Είναι μία σύγχρονη εκδοχή ανοιχτού μοντερνιστικού αρχείου γεμάτου από τις προσπάθειες που έγιναν να απαντηθούν ερωτήσεις για την ανθρώπινη έκφραση και τη θεσμοθέτησή της, ένα κολάζ, με άλλα λόγια, περιγραφών διαφόρων ερευνών και εκδηλώσεων πολιτισμού, δηλαδή σκηνών πολιτικής μονταρισμένων γύρω από τον άξονα της ανθρώπινης δημιουργικότητας και της πρόσληψής της, μέσα από τις οποίες διενεργήθηκαν από τους αυτουργούς τους και επανεξετάζονται στο βιβλίο από τον Κλίφορντ οι σχέσεις της Δύσης με άλλες κοινωνίες.
Δε δίνει, λοιπόν, απαντήσεις, αφού οι αξιακές θέσεις και οι γλωσσικοί ορισμοί αλλάζουν συνεχώς και ο ‘χρονότοπος’ μετακινείται, αλλά προειδοποιεί για τους κινδύνους και εμπνέει για νέα επιμορφωμένα πλέον ταξίδια στον Εαυτό και στον Άλλον μέσα από αισθητικές (επεξ)εργασίες.
Thesis Chapters by Deligianni Anastasia
Πρόλογος
Όταν ο Samuel Beckett, αφού τον διαπέρασε όλη η μετάβαση από τον 19ο στον 20ο αι., έπλαθε για το χαρτί και το θέατρο φαντασματικές φιγούρες με νέα γλώσσα (που μετά το σοκ του Β΄ παγκοσμίου πολέμου θα γίνονταν ραδιόφωνο και πειραματικός κινηματογράφος), και η φωτογραφία καταγραφής μετέτρεπε το ιστορικό και πολιτικό ρεπορτάζ από δημοσιογραφία σε τέχνη (ακόμη και σε εμπορική καρικατούρα που πλέον έχει διαμορφώσει ηθική έξης έως και αδιαφορίας σε κάθε είδηση-θέαμα), διαφαίνονταν ήδη τα πώς και τα γιατί της έλευσης του μεταμοντέρνου μέσα από την άνοδο και την παρακμή του μοντέρνου .
Θεωρώ ότι στην Ελλάδα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πορείας θεωριών και καλλιτεχνικών εφαρμογών, ενδεικτικό για τη θέση της χώρας, με τις γεωγραφικές και μυθολογικές της ιδιαιτερότητες, στο αντίστοιχο αφήγημα, είναι η αρχιτεκτονική δημιουργία και ζωή της πανεπιστημιούπολης του Α.Π.Θ., στην οποία δεν έχει δοθεί ακόμα η σχετική σημασία .
Papers by Deligianni Anastasia
Εργασία Α' εξαμήνου για το μάθημα Θεσμοί της Τέχνης του ΔΠΜΣ «Τέχνη και Δημόσια Σφαίρα», Α.Π.Θ.
Με ευχαριστίες στον Κ.Π.Στάικο, αεί παρόντα.
Η παρούσα εργασία αποτελεί σύνθεση των βασικών πληροφοριών που μπορεί κανείς να βρει σχετικά με το συγκριτικό θέμα Τυπογραφία και Εικαστικές Τέχνες στην Ελλάδα. Την έφτιαξα ως ανοιχτό μοντερνιστικό αρχείο, δηλαδή με ποικίλα είδη ντοκουμέντων στα οποία μπορεί να ανατρέξει κανείς (σε κάποια από αυτά αποκλειστικά εδώ, όπως οι απομαγνητοφωνημένες μαρτυρίες) και τα οποία ενώνει ένας ειρμός αφήγησης σε ελεύθερο στυλ για ευρύ κοινό, και με τον κεντρικό κορμό για χρήση δημόσιας παρουσίασης ενώ τα συνήθως επικουρικά μέρη (υποσημειώσεις, παραρτήματα, ηλεκτρονικούς συνδέσμους) για προσεκτική μελέτη. Την έφτιαξα για να αποτελέσει αυτό που εμένα μου έλειψε στην πολύχρονη και πολλαπλή έρευνά μου κατά την ενασχόλησή μου με τις εκδόσεις: μία πυκνά συγκεντρωτική πανοραμική θεώρηση, που να εμπνέει σε περαιτέρω αναζήτηση των επιμέρους στοιχείων σε άλλο πλαίσιο για όποιον θέλει (π.χ. διδακτορικό ή βιβλίο-η εργασία μου είναι σα να διαβάζει κανείς το review τους, ή το σκριπτ ενός ντοκιμαντέρ). Υπάρχουν πολλά πονήματα με διάσπαρτα στοιχεία (βλ. Πηγές) τα οποία μελέτησα διεξοδικά για να μπορώ εδώ να προτείνω ένα συγκερασμό τους. Όπου δεν παραπέμπω αλλού, οι διατυπώσεις είναι πρωτότυπα δικές μου. Όπου δίνω παραδείγματα, είναι αποτελέσματα επίπονης αφαιρετικής διαδικασίας ανάμεσα σε αξιόλογους 'υποψηφίους' για την εύρεση του πιο αντιπροσωπευτικού σε σχέση με το επιμελητικό μου επιχείρημα, όπως αναγκαστικά λόγω χώρου και χρόνου κάνουμε στις εικαστικές εκθέσεις. Τέτοια αντικείμενα έρευνας είναι στα όρια της θεωρίας και της πράξης, οπότε η αντιμετώπισή τους στο πλαίσιο μίας ακαδημαϊκής εργασίας, και ιδίως όταν επιχειρείται για πρώτη φορά, ενέχει αναγκαστικά πολλά ρίσκα στις επιλογές υλικού και φόρμας, υποθέσεις συχνά με βάσεις μόνο ενδείξεις, νεολογισμούς, 'αμοντάριστες' καταγραφές, κλπ, ώστε να σεβαστεί και να αποδώσει κανείς την ιδιαιτερότητα και κυρίως να διαφανεί η αγάπη και η δέσμευση που θα συγκινήσει και άλλους, χωρίς να 'ξεπλυθούν' τα συγκείμενα αλλά και χωρίς να παραβιάζεται η όποια δεοντολογία. Για να γίνει κάτι επιστημονικό (εξακριβωμένη και τεκμηριωμένη γνώση) πρέπει πρώτα να το φέρουμε στο εργαστήριο και να βρούμε λέξεις για αυτό. Σε αυτή τη φάση είμαστε με το θέμα μου εδώ. Η παρούσα εργασία είναι μία πρόταση-υπόθεση. Στην όλη οπτική αίσθηση του γραπτού έχει γίνει σχεδιασμός προσωπικού γούστου, όπως θα έκανε ένας τυπογράφος έργων τέχνης, για να ταιριάζει η τακτική με το θέμα, και να ρέει για κάθε αναγνώστη. Δεν έχει ακολουθηθεί πρότυπο.
Β' μέρος (κριτική στις κοινωνιολογικές έρευνες για την Τέχνη και ερευνητική πρόταση)
Τόσο στον ίδιο τον Bourdieu, όσο και στους συνεχιστές του, όπως είναι ο Ν.Παναγιωτόπουλος στην Ελλάδα, παρατηρείται αρκετά έντονη η αγωνία για την αξία, τη χρησιμότητα και το πρακτικό έρεισμα της κοινωνιολογικής έρευνας στην κοινωνία που εξετάζεται κάθε φορά, με άλλα λόγια τους απασχολεί αν η θεωρία ξανασυναντά τις πρακτικές ανάγκες, από τις οποίες πήρε αφορμή και σχημάτισε υποθέσεις, με τα συμπεράσματα που φαίνεται να εξάγει για αυτές, πώς, δηλαδή, αυτά εφαρμόζονται, ενδιαφέρουν και επηρεάζουν όχι μόνο τους στοχαστές γύρω από διάφορα φαινόμενα αλλά και τα ίδια τα υποκείμενα της άποψης/δράσης. Φτάνουν ποτέ τα συμπεράσματα στο κοινό; Μέσα από ποιούς αγωγούς; Το βοηθούν σε κάτι; Γίνεται επαλήθευση ξαναζητώντας τη γνώμη των συμμετεχόντων στην έρευνα-ακόμη και πιθανές ερμηνείες-για τα συμπεράσματα που εξήχθησαν με επιστημονικές μεθόδους; Τί νόημα έχει τελικά ένας Λόγος για την Κοινωνία που δε γίνεται Διά-λογος και Δια-δρομή, μία Διά-κριση που δια-φωτίζει ίσως μα δεν δια-περνά;
Τί εργαλεία όμως έχουμε ή θα έπρεπε να φτιάξουμε για έναν τέτοιον έλεγχο εκ των υστέρων, αλλά και πώς το ενδιαφέρον αυτό για το κοινωνικό έρεισμα θα προϋπέθετε άλλες μεθοδολογικές επιλογές στο ίδιο το στήσιμο της πρωταρχικής έρευνας; Και, για να έρθουμε στα περί Τέχνης, δεν σχετίζεται, αν όχι μοιάζει απόλυτα, ένα τέτοιο ενδιαφέρον για το έργο μίας κοινωνιολογικής έρευνας με την αισθητική αποδοχή των καλλιτεχνικών παραγωγών;
Οι συνδυασμοί, συνεργασίες, συνδιαλλαγές, συγκινήσεις, πώς και γιατί μας επηρεάζουν, το συγκείμενο του απεικάσματος, δηλαδή, ήταν η Ποιητική του. Σε αυτό φαίνεται να συγκλίνουν όλες οι πηγές που μελετήσαμε για την πρόσληψη του Berger (γραμματεία, οπτικοακουστικά τεκμήρια άλλων και αυτοπορτραίτα, χρήστες/χρήστριες Youtube), όπως προσπαθούμε να δείξουμε με ενδελεχή αν και φυσικά όχι εξαντλητική παράθεση.
Στη Νέα Υόρκη, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Ρουμάνος γλύπτης Κονσταντίν Μπρανκούζι προσέφυγε στη δικαιοσύνη, καθώς η κυβέρνηση των ΗΠΑ δασμολόγησε το χάλκινο έργο του με τίτλο Πουλί στο χώρο, παρότι ο νόμος επέβαλλε ατέλεια εισαγωγής στα έργα τέχνης, επειδή έκριναν πως το επίμαχο «αντικείμενο» δεν ανήκε σε αυτή την κατηγορία. Το δικαστήριο εκλήθη να απαντήσει αν το έργο έπρεπε να εισαχθεί ή όχι ατελώς, αν ήταν, δηλαδή, ή δεν ήταν έργο τέχνης. Η ανάγνωση των πρακτικών της δίκης είναι συναρπαστική. Οι διάλογοι δεν αγγίζουν απλώς τα όρια του παραλόγου, αλλά και καθιστούν σαφή την αναρμοδιότητα των δικαστηρίων να αποφανθούν περί παρομοίων ζητημάτων. Ωστόσο, η επικαιρότητα του βιβλίου βρίσκεται αλλού: η μετατόπιση του κριτηρίου εγκυρότητας από το ίδιο το καλλιτεχνικό έργο προς το θεσμικό πλαίσιο που το αναγνωρίζει ως τέτοιο, αλλά και η αυξανόμενη δυσκολία εντοπισμού αυτού του ίδιου του καλλιτεχνικού αντικειμένου, θα αποτελέσουν ορισμένα από τα καίρια ζητήματα της καλλιτεχνικής θεωρίας όχι μόνο του 20ού αλλά και του 21ου αιώνα.
- Happy Days (new translation: Dionyssis Kapsalis), Chora Theater, Athens, 1st October-8th November 2009. Direction: Hector Lygizos, Winnie: Mina Adamaki, Willie: Erricos Litsis, costume/set design: Mayou Trikerioti, lights: Dimitris Kassimatis. - Waiting for Godot, Happy Days, Endgame, under the common title “Within this ash grey”, municipal Market of Kypseli, Athens, 20-21 June 2010. Direction: Elena Vogli, scenery and costumes: Maria Karathanou, lights: Michalis Bouris, technical assistance/pianist: Pantelis Panteloglou, interpretation: students of ‘Modern times’ school of dramatic art.
Published in:
https://www.euppublishing.com/doi/full/10.3366/jobs.2011.0011?fbclid=IwAR3zD_S-CU-1LfzHNX8ox7Oui3if6b_Msb9cXRhAF_NFc__9c4OXSdk_2IQ
Πρόλογος
Το συγκριτικό θέμα του τίτλου της παρούσας εργασίας, χωρίς την παρένθεση, έχει συζητηθεί ήδη αρκετά σε διάφορες εκδοχές των πιθανών συνδυασμών των όρων του, π.χ. ο Μπένγιαμιν και το αστικό τοπίο, ο Μπένγιαμιν και το έργο τέχνης, το αστικό τοπίο ως έργο τέχνης, ή και, αντίστροφα, το έργο τέχνης ως αστικό τοπίο. Θα ήταν θεμιτή, λοιπόν, απλώς μία βιβλιογραφική προσέγγιση, με παρουσίαση βασικών συγγραφέων και πηγών, που θα πρόσφερε στην ακαδημαϊκή κοινότητα μία λίστα ή έναν χάρτη (αγαπημένες μοντερνιστικές καταγραφικές πρακτικές του Μπένγιαμιν). Αλλά και οι επιμέρους όροι του θέματος του τίτλου είναι από ένα φιλοσοφικό ζήτημα ο καθένας. Ποιός Μπένγιαμιν; Ο μαρξιστής, ο σουρεαλιστής, ο μοντερνιστής, ο Γερμανοεβραίος, ο έκπτωτος γιος - άσχημος εραστής - τρυφερός πατέρας - αυτόχειρας, ή ο θεωρητικός λογοτέχνης; Και όταν λέμε ‘αστικό’ εννοούμε της πόλης ή της τάξης; Και τί είναι το έργο; Πόνημα του νου και των αισθήσεων ή των χεριών και της κοινωνίας; Το τοπίο πάλι; Είναι εσωτερικό (ψυχισμός), εξωτερικό (ατμόσφαιρα, ενέργεια, οπτικό πεδίο) ή μήπως η κατηγορία landscape αντί για portrait στη ζωγραφική και τη φωτογραφία; Τέλος, η τέχνη είναι δημιουργία ή θεσμός; Θα ήταν κι εδώ θεμιτή κάθε προσπάθεια απάντησης σε αυτά τα δι-λήμματα, που θα εμπλούτιζε επιστημονικά αντικείμενα όπως η αισθητική φιλοσοφία και η ιστορία της τέχνης ή τα αντίστοιχα λήμματα σε ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό ευρείας χρήσης (επίσης από τα μοντερνιστικά αντικείμενα ταξινόμησης του χάους που λάτρευε ο Μπένγιαμιν, όπως οι βιβλιοθήκες).
Κάπως έτσι επιβάλλεται η λύση της παρένθεσης. Ποιός γράφει την εργασία, πώς σχετίζεται με το θέμα και γιατί θα μας μιλήσει τώρα γι’ αυτό; Για το βαθμό του καθηγητή που θα την αξιολογήσει, για την προσωπική απόλαυση, για την προσφορά στο σύνολο; Και τότε οι επιλογές ανάλυσης και σύνθεσης ξεκαθαρίζουν: σε μένα ο Μπένγιαμιν και το αστικό τοπίο ως έργο τέχνης επανέρχονται μαζί κυκλικά, περιλαμβάνοντας κάθε φορά και άλλα στοιχεία. Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να παρουσιάσω ενδεικτικά δύο αμοντάριστα πλάνα της σχέσης μου αυτής με το θέμα του τίτλου της παρούσας εργασίας, πιστή στη μοντερνιστική μεθοδολογία που του ταιριάζει, ως αυτοβιογραφικά ντοκουμέντα σχολιασμένα στο πλαίσιο του συγκεκριμένου μαθήματος.
Conference Presentations by Deligianni Anastasia
Ίσης περίπου έκτασης, σχεδιασμένα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (το μεν γαλλικό στα συντρίμμια από τους βομβαρδισμούς των νότιων τειχών του Παρισιού, το δε ελληνικό μετά τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης, με τελική καταπάτηση του εβραϊκού της νεκροταφείου), και με κύρια περίοδο οικοδόμησης από τον Μεσοπόλεμο μέχρι τις δεκαετίες ’70-’80, τα δύο πανεπιστημιακά πάρκα με τους επώνυμους αρχιτεκτονικούς θησαυρούς παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες και διαφορές, που θα αναφερθούν στο πρώτο μέρος της εισήγησης, μετά την εισαγωγή.
Σε ένα δεύτερο μέρος, θα επιχειρηθεί μία γεωπολιτική και ιστορική/αισθητική ανάλυση της σύγκρισής τους (πόλεμοι, Σχέδιο Μάρσαλ, Δυτική Ευρώπη και Νοτιοανατολική Μεσόγειος, Μοντερνισμός, μνημειακότητα της αρχιτεκτονικής, κλπ.) και στο τρίτο μέρος, πριν από τα συμπεράσματα που θα καταδείξουν το ενδιαφέρον της αναζήτησης των αιτιών μίας τέτοιας μελέτης, θα τοποθετηθούν χωριστά και μαζί στη συζήτηση γύρω από: ζητήματα εκπαιδευτικών πολιτικών που κλήθηκαν και καλούνται να υπηρετήσουν, τη σχέση τους με το υπόλοιπο αστικό τοπίο και την εικόνα/οικονομία/κοινωνία της κάθε χώρας, την ηθική της χρήσης τους και προτάσεις για το μέλλον τους ανάλογα με συγκυριακές αλλά και μόνιμες ανάγκες.
Λέξεις-κλειδιά: Παρίσι, Θεσσαλονίκη, Εκπαιδευτική Πολιτική, Μοντερνισμός.
Abstract
Of almost equal size, both designed after World War I (the French in the wreckage of the bombardment of the south walls of Paris, and the Greek after the great fire of Thessaloniki and the final encroachment of the city’s Jewish cemetery), these two university parks, with their branded architectural treasures built during the period between the ’30’s and the ’80’s, show significant similarities and differences, which will be mentioned in the first part of the lecture, after the introduction.
In a second part, a geopolitical and historical/aesthetic analysis of their comparison will be attempted (wars, Marshall Plan, Western Europe and Southeast Mediterranean, Modernism, monumentality of architecture, etc.) and in the third part, before concluding to demonstrate the interest in seeking out the causes of such a comparative study, they will be placed separately and together in the debate on issues of educational policies that they have been and they still are called upon to serve, in relation to their surrounding urban landscape, to the image / economy / society of their two countries, to the ethics of their use, and to proposals for their future, depending on short-term and permanent needs.
Keywords: Paris, Thessaloniki, Educational Policy, Modernism.
et publiée ici: https://www.editions-harmattan.fr/index.asp?navig=catalogue&obj=livre&no=48065
Article de collectif publié dans Collection Rencontres, n° 10, Classiques Garnier, 03/01/2011: https://classiques-garnier.com/roman-et-theatre-une-rencontre-intergenerique-dans-la-litterature-francaise-au-dela-du-principe-de-genre.html
"How should we form and use an archive?" is the same question as "What is memory?" In the archive, we live in the past; with the archive, we live in the present; for it, in the future; without it, in the void, either unnamable or just lucky. All Beckett deals with this question, but the answers given in his texts and life are full of contradiction and repetitions, representative of the transition era in which his personal time met the eternal one (Hegelian end of History, Freudian blow to the Narcissism, Modernism in Art, two World Wars), and invalid today (how many of you keep an email backup?). Beckett ended his letter to Howe from Berlin in 1936 with the aphorism: "The classifiers are the obscurantists." Indeed, in this paper, I am trying to show why and how Beckett created many diary keepers and archivists (Malone, Krapp, Winnie, even the Dépeupleur), how he attempted (and failed) to organise chaos through many lists and categorisations by external or posterior narrators and spectators (Watt, How it is, Company, Ohio Impromptu), and how he was unceasingly taking notes himself. If by all this he meant that the brightness of memories, senses and creations is as unsustainable as its loss, this paper means to enlighten the double awareness suggested by Beckett's work itself, both semantically and technically: archiving is an addictive game resembling to life, you did not start it, it is not an end. If you judge, you do not play, if you play, you may lose. So, one should constantly do it and undo it, being imaginative with the canon, and associating it to other lifelike games (i.e. writing, theater, wandering or… chess!)
Published in the book with the conference archives: The tragic comedy of Samuel Beckett: "Beckett in Rome" 17-19 April 2008/ Editori Laterza, Italy
https://www.laterza.it/index.php?option=com_laterza&Itemid=97&task=schedalibro&isbn=9788842090700
Prick βέβαια στην αγγλόφωνη αργκό είναι και το σηκωμένο πέος ενώ kick η εκσπερμάτιση, οπότε έχουμε μία ακόμα φορά που το λογοπαιχτικό δαιμόνιο του Μπέκετ συνδυάζει το θρησκευτικό/τιμωρητικό με το ατυχώς σεξουαλικό, καθώς όλος μαζί ο τίτλος, γνωρίζοντας την ιδιοσυγκρασία και τις περιπέτειες του πρωταγωνιστή Μπελάκουα, καταδεικνύει περισσότερο άγονο και παράτολμο κομπασμό παρά επιτυχία (βλ. και τα Οστά της Ηχούς, την τελευταία ιστορία που προστέθηκε σε αυτήν τη συλλογή αλλά απορρίφθηκε από τον επιμελητή Charles Prentice, επίσης στον κατάλογό μας από το 2023, ξεχωριστά όπως κυκλοφόρησε και στα αγγλικά το 2014 από τον οίκο Faber & Faber).
Αυτή η συλλογή αποτελεί το πρώτο δημοσιευμένο έργο μυθοπλασίας του Μπέκετ και τη μοναδική του ανθολογία διηγημάτων, σε τρίτο πρόσωπο με απεύθυνση στον αναγνώστη, πριν αργότερα περάσει στον πρωτοπρόσωπο εσωτερικό μονόλογο και στο θέατρο.
Είναι μια σειρά από δέκα αλληλοσυνδεόμενες ιστορίες (με μερικές υποσημειώσεις του συγγραφέα που εξηγούν τους δεσμούς, όπου χρειάζεται), η οποία διαδραματίζεται στο Δουβλίνο και στη γειτονική ύπαιθρο περιγράφοντας τις περιπέτειες του πολυμαθή αλλά και πολύπαθου αντιήρωα Belacqua Shuah - στο κείμενο: «ενός βρωμοπροτεστάντη με χαμηλή εκτίμηση για τη λατρεία αλλά σηκωμένα φρύδια».
Συνοπτικά, ο Μπέκετ έχει καταπιεί εδώ όχι μόνο ένα αγγλικό αλλά και ένα ιταλικό, ένα γαλλικό και ένα γερμανικό λεξικό, που αυτοκληθήκαμε να μεταφέρουμε στα ελληνικά, επειδή δεν νοείται πλέον να μιλάμε για την αφαίρεση στο μετέπειτα «κανονικό» του έργο χωρίς να καταλάβουμε τη σύνθεση και αποσύνθεση που προηγήθηκαν: πρέπει να γνωρίσουμε και να συμπονέσουμε τα φαντάσματα της εξουσίας (οικογενειακής, πνευματικής, κ.λπ.) και την αξία τους, να τους μοιάσουμε και να αυτοσαρκαστούμε, για να τα γελοιοποιήσουμε και να περάσουμε πέρα, από τα κάτω και μέσα. Φυσικά και το φάντασμα του Τζόις κρέμεται εδώ ακόμα βαριά πάνω από τον Μπέκετ. Ο Τζόις ήταν μια γνήσια ιδιοφυΐα παγκόσμιας κλάσης της μεταβατικής εποχής του κι έγραφε με συγκίνηση, με μια θα λέγαμε θεόδοτη κατοίκηση της γλώσσας. Ο Μπέκετ δοκιμάζει κάτι παρόμοιο, αλλά σαν να αναπτύσσει μια σύγχυση της στοματικής κοιλότητας, το πράγμα δεν κυλάει, είναι έξυπνο αλλά νεκροζώντανο, συναρμολογείται με πηγμένα και σκουριασμένα χρώματα-σιδηρικά ατάκτως ερριμμένα όπως σε παλιό μαγαζί, που μετά από εποχές ασύδοτης δόξας έκλεισε λόγω πληθωρισμού ή συνταξιοδότησης.
Πρόλογος
Στο οπισθόφυλλο της έβδομης έκδοσης (1994) του βιβλίου Η δυσφορία της κουλτούρας (The Predicament of Culture) που θα επιχειρήσω να παρουσιάσω εδώ, και σε σημείωμα του Κλίφορντ Γκερτζ (Clifford Geertz), διαβάζουμε πως ο συγγραφέας Τζέιμς Κλίφορντ (James Clifford) με το έργο του αυτό άσκησε τεράστια επιρροή, επειδή πρόσφερε μία πανοραμική προοπτική στη μελέτη της ‘κουλτούρας’ , κάτι που, σχεδόν σίγουρα, δεν θα κατόρθωνε ποτέ η Ανθρωπολογία από μόνη της.
Πράγματι, σχετικά με την αποδοχή που επιφύλαξαν στο βιβλίο πάσης φύσεως αναγνώστες, μία απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο επαληθεύει την παραπάνω διαπίστωση τουλάχιστον ποσοτικά. Σχετικά, όμως, με το επιστημονικό είδος στο οποίο ανήκει το βιβλίο, μετά από δική μου προσεκτική πολλαπλή και συγκριτική ανάγνωσή του και μελέτη της βιβλιογραφίας του, αλλά και σύμφωνα με τη σχετική παραδοχή του συγγραφέα του στην Εισαγωγή, πρέπει αδιαμφισβήτητα να ειπωθεί ότι το πόνημα αυτό αποτελεί μία επιμελημένη από τον ίδιο συρραφή πρότερα δημοσιευμένων άρθρων του, στα οποία ασκεί κριτική στις εθνογραφικές πρακτικές και θεωρίες άλλων (στους πρωτεργάτες της συμμετοχικής παρατήρησης πεδίου, στη γαλλική αποστολή Ντακάρ-Τζιμπουτί, στα μουσεία της Νέας Υόρκης και του Παρισιού πριν και μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους, στον Οριενταλισμό του Σαΐντ), μαζί με μία δική του πρόταση καταγραφής υλικού από δίκη Ινδιάνων για ανάκτηση της γης τους .
Είναι μία σύγχρονη εκδοχή ανοιχτού μοντερνιστικού αρχείου γεμάτου από τις προσπάθειες που έγιναν να απαντηθούν ερωτήσεις για την ανθρώπινη έκφραση και τη θεσμοθέτησή της, ένα κολάζ, με άλλα λόγια, περιγραφών διαφόρων ερευνών και εκδηλώσεων πολιτισμού, δηλαδή σκηνών πολιτικής μονταρισμένων γύρω από τον άξονα της ανθρώπινης δημιουργικότητας και της πρόσληψής της, μέσα από τις οποίες διενεργήθηκαν από τους αυτουργούς τους και επανεξετάζονται στο βιβλίο από τον Κλίφορντ οι σχέσεις της Δύσης με άλλες κοινωνίες.
Δε δίνει, λοιπόν, απαντήσεις, αφού οι αξιακές θέσεις και οι γλωσσικοί ορισμοί αλλάζουν συνεχώς και ο ‘χρονότοπος’ μετακινείται, αλλά προειδοποιεί για τους κινδύνους και εμπνέει για νέα επιμορφωμένα πλέον ταξίδια στον Εαυτό και στον Άλλον μέσα από αισθητικές (επεξ)εργασίες.
Πρόλογος
Όταν ο Samuel Beckett, αφού τον διαπέρασε όλη η μετάβαση από τον 19ο στον 20ο αι., έπλαθε για το χαρτί και το θέατρο φαντασματικές φιγούρες με νέα γλώσσα (που μετά το σοκ του Β΄ παγκοσμίου πολέμου θα γίνονταν ραδιόφωνο και πειραματικός κινηματογράφος), και η φωτογραφία καταγραφής μετέτρεπε το ιστορικό και πολιτικό ρεπορτάζ από δημοσιογραφία σε τέχνη (ακόμη και σε εμπορική καρικατούρα που πλέον έχει διαμορφώσει ηθική έξης έως και αδιαφορίας σε κάθε είδηση-θέαμα), διαφαίνονταν ήδη τα πώς και τα γιατί της έλευσης του μεταμοντέρνου μέσα από την άνοδο και την παρακμή του μοντέρνου .
Θεωρώ ότι στην Ελλάδα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πορείας θεωριών και καλλιτεχνικών εφαρμογών, ενδεικτικό για τη θέση της χώρας, με τις γεωγραφικές και μυθολογικές της ιδιαιτερότητες, στο αντίστοιχο αφήγημα, είναι η αρχιτεκτονική δημιουργία και ζωή της πανεπιστημιούπολης του Α.Π.Θ., στην οποία δεν έχει δοθεί ακόμα η σχετική σημασία .
Εργασία Α' εξαμήνου για το μάθημα Θεσμοί της Τέχνης του ΔΠΜΣ «Τέχνη και Δημόσια Σφαίρα», Α.Π.Θ.
Με ευχαριστίες στον Κ.Π.Στάικο, αεί παρόντα.
Η παρούσα εργασία αποτελεί σύνθεση των βασικών πληροφοριών που μπορεί κανείς να βρει σχετικά με το συγκριτικό θέμα Τυπογραφία και Εικαστικές Τέχνες στην Ελλάδα. Την έφτιαξα ως ανοιχτό μοντερνιστικό αρχείο, δηλαδή με ποικίλα είδη ντοκουμέντων στα οποία μπορεί να ανατρέξει κανείς (σε κάποια από αυτά αποκλειστικά εδώ, όπως οι απομαγνητοφωνημένες μαρτυρίες) και τα οποία ενώνει ένας ειρμός αφήγησης σε ελεύθερο στυλ για ευρύ κοινό, και με τον κεντρικό κορμό για χρήση δημόσιας παρουσίασης ενώ τα συνήθως επικουρικά μέρη (υποσημειώσεις, παραρτήματα, ηλεκτρονικούς συνδέσμους) για προσεκτική μελέτη. Την έφτιαξα για να αποτελέσει αυτό που εμένα μου έλειψε στην πολύχρονη και πολλαπλή έρευνά μου κατά την ενασχόλησή μου με τις εκδόσεις: μία πυκνά συγκεντρωτική πανοραμική θεώρηση, που να εμπνέει σε περαιτέρω αναζήτηση των επιμέρους στοιχείων σε άλλο πλαίσιο για όποιον θέλει (π.χ. διδακτορικό ή βιβλίο-η εργασία μου είναι σα να διαβάζει κανείς το review τους, ή το σκριπτ ενός ντοκιμαντέρ). Υπάρχουν πολλά πονήματα με διάσπαρτα στοιχεία (βλ. Πηγές) τα οποία μελέτησα διεξοδικά για να μπορώ εδώ να προτείνω ένα συγκερασμό τους. Όπου δεν παραπέμπω αλλού, οι διατυπώσεις είναι πρωτότυπα δικές μου. Όπου δίνω παραδείγματα, είναι αποτελέσματα επίπονης αφαιρετικής διαδικασίας ανάμεσα σε αξιόλογους 'υποψηφίους' για την εύρεση του πιο αντιπροσωπευτικού σε σχέση με το επιμελητικό μου επιχείρημα, όπως αναγκαστικά λόγω χώρου και χρόνου κάνουμε στις εικαστικές εκθέσεις. Τέτοια αντικείμενα έρευνας είναι στα όρια της θεωρίας και της πράξης, οπότε η αντιμετώπισή τους στο πλαίσιο μίας ακαδημαϊκής εργασίας, και ιδίως όταν επιχειρείται για πρώτη φορά, ενέχει αναγκαστικά πολλά ρίσκα στις επιλογές υλικού και φόρμας, υποθέσεις συχνά με βάσεις μόνο ενδείξεις, νεολογισμούς, 'αμοντάριστες' καταγραφές, κλπ, ώστε να σεβαστεί και να αποδώσει κανείς την ιδιαιτερότητα και κυρίως να διαφανεί η αγάπη και η δέσμευση που θα συγκινήσει και άλλους, χωρίς να 'ξεπλυθούν' τα συγκείμενα αλλά και χωρίς να παραβιάζεται η όποια δεοντολογία. Για να γίνει κάτι επιστημονικό (εξακριβωμένη και τεκμηριωμένη γνώση) πρέπει πρώτα να το φέρουμε στο εργαστήριο και να βρούμε λέξεις για αυτό. Σε αυτή τη φάση είμαστε με το θέμα μου εδώ. Η παρούσα εργασία είναι μία πρόταση-υπόθεση. Στην όλη οπτική αίσθηση του γραπτού έχει γίνει σχεδιασμός προσωπικού γούστου, όπως θα έκανε ένας τυπογράφος έργων τέχνης, για να ταιριάζει η τακτική με το θέμα, και να ρέει για κάθε αναγνώστη. Δεν έχει ακολουθηθεί πρότυπο.
Β' μέρος (κριτική στις κοινωνιολογικές έρευνες για την Τέχνη και ερευνητική πρόταση)
Τόσο στον ίδιο τον Bourdieu, όσο και στους συνεχιστές του, όπως είναι ο Ν.Παναγιωτόπουλος στην Ελλάδα, παρατηρείται αρκετά έντονη η αγωνία για την αξία, τη χρησιμότητα και το πρακτικό έρεισμα της κοινωνιολογικής έρευνας στην κοινωνία που εξετάζεται κάθε φορά, με άλλα λόγια τους απασχολεί αν η θεωρία ξανασυναντά τις πρακτικές ανάγκες, από τις οποίες πήρε αφορμή και σχημάτισε υποθέσεις, με τα συμπεράσματα που φαίνεται να εξάγει για αυτές, πώς, δηλαδή, αυτά εφαρμόζονται, ενδιαφέρουν και επηρεάζουν όχι μόνο τους στοχαστές γύρω από διάφορα φαινόμενα αλλά και τα ίδια τα υποκείμενα της άποψης/δράσης. Φτάνουν ποτέ τα συμπεράσματα στο κοινό; Μέσα από ποιούς αγωγούς; Το βοηθούν σε κάτι; Γίνεται επαλήθευση ξαναζητώντας τη γνώμη των συμμετεχόντων στην έρευνα-ακόμη και πιθανές ερμηνείες-για τα συμπεράσματα που εξήχθησαν με επιστημονικές μεθόδους; Τί νόημα έχει τελικά ένας Λόγος για την Κοινωνία που δε γίνεται Διά-λογος και Δια-δρομή, μία Διά-κριση που δια-φωτίζει ίσως μα δεν δια-περνά;
Τί εργαλεία όμως έχουμε ή θα έπρεπε να φτιάξουμε για έναν τέτοιον έλεγχο εκ των υστέρων, αλλά και πώς το ενδιαφέρον αυτό για το κοινωνικό έρεισμα θα προϋπέθετε άλλες μεθοδολογικές επιλογές στο ίδιο το στήσιμο της πρωταρχικής έρευνας; Και, για να έρθουμε στα περί Τέχνης, δεν σχετίζεται, αν όχι μοιάζει απόλυτα, ένα τέτοιο ενδιαφέρον για το έργο μίας κοινωνιολογικής έρευνας με την αισθητική αποδοχή των καλλιτεχνικών παραγωγών;
Οι συνδυασμοί, συνεργασίες, συνδιαλλαγές, συγκινήσεις, πώς και γιατί μας επηρεάζουν, το συγκείμενο του απεικάσματος, δηλαδή, ήταν η Ποιητική του. Σε αυτό φαίνεται να συγκλίνουν όλες οι πηγές που μελετήσαμε για την πρόσληψη του Berger (γραμματεία, οπτικοακουστικά τεκμήρια άλλων και αυτοπορτραίτα, χρήστες/χρήστριες Youtube), όπως προσπαθούμε να δείξουμε με ενδελεχή αν και φυσικά όχι εξαντλητική παράθεση.
Στη Νέα Υόρκη, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Ρουμάνος γλύπτης Κονσταντίν Μπρανκούζι προσέφυγε στη δικαιοσύνη, καθώς η κυβέρνηση των ΗΠΑ δασμολόγησε το χάλκινο έργο του με τίτλο Πουλί στο χώρο, παρότι ο νόμος επέβαλλε ατέλεια εισαγωγής στα έργα τέχνης, επειδή έκριναν πως το επίμαχο «αντικείμενο» δεν ανήκε σε αυτή την κατηγορία. Το δικαστήριο εκλήθη να απαντήσει αν το έργο έπρεπε να εισαχθεί ή όχι ατελώς, αν ήταν, δηλαδή, ή δεν ήταν έργο τέχνης. Η ανάγνωση των πρακτικών της δίκης είναι συναρπαστική. Οι διάλογοι δεν αγγίζουν απλώς τα όρια του παραλόγου, αλλά και καθιστούν σαφή την αναρμοδιότητα των δικαστηρίων να αποφανθούν περί παρομοίων ζητημάτων. Ωστόσο, η επικαιρότητα του βιβλίου βρίσκεται αλλού: η μετατόπιση του κριτηρίου εγκυρότητας από το ίδιο το καλλιτεχνικό έργο προς το θεσμικό πλαίσιο που το αναγνωρίζει ως τέτοιο, αλλά και η αυξανόμενη δυσκολία εντοπισμού αυτού του ίδιου του καλλιτεχνικού αντικειμένου, θα αποτελέσουν ορισμένα από τα καίρια ζητήματα της καλλιτεχνικής θεωρίας όχι μόνο του 20ού αλλά και του 21ου αιώνα.
- Happy Days (new translation: Dionyssis Kapsalis), Chora Theater, Athens, 1st October-8th November 2009. Direction: Hector Lygizos, Winnie: Mina Adamaki, Willie: Erricos Litsis, costume/set design: Mayou Trikerioti, lights: Dimitris Kassimatis. - Waiting for Godot, Happy Days, Endgame, under the common title “Within this ash grey”, municipal Market of Kypseli, Athens, 20-21 June 2010. Direction: Elena Vogli, scenery and costumes: Maria Karathanou, lights: Michalis Bouris, technical assistance/pianist: Pantelis Panteloglou, interpretation: students of ‘Modern times’ school of dramatic art.
Published in:
https://www.euppublishing.com/doi/full/10.3366/jobs.2011.0011?fbclid=IwAR3zD_S-CU-1LfzHNX8ox7Oui3if6b_Msb9cXRhAF_NFc__9c4OXSdk_2IQ
Πρόλογος
Το συγκριτικό θέμα του τίτλου της παρούσας εργασίας, χωρίς την παρένθεση, έχει συζητηθεί ήδη αρκετά σε διάφορες εκδοχές των πιθανών συνδυασμών των όρων του, π.χ. ο Μπένγιαμιν και το αστικό τοπίο, ο Μπένγιαμιν και το έργο τέχνης, το αστικό τοπίο ως έργο τέχνης, ή και, αντίστροφα, το έργο τέχνης ως αστικό τοπίο. Θα ήταν θεμιτή, λοιπόν, απλώς μία βιβλιογραφική προσέγγιση, με παρουσίαση βασικών συγγραφέων και πηγών, που θα πρόσφερε στην ακαδημαϊκή κοινότητα μία λίστα ή έναν χάρτη (αγαπημένες μοντερνιστικές καταγραφικές πρακτικές του Μπένγιαμιν). Αλλά και οι επιμέρους όροι του θέματος του τίτλου είναι από ένα φιλοσοφικό ζήτημα ο καθένας. Ποιός Μπένγιαμιν; Ο μαρξιστής, ο σουρεαλιστής, ο μοντερνιστής, ο Γερμανοεβραίος, ο έκπτωτος γιος - άσχημος εραστής - τρυφερός πατέρας - αυτόχειρας, ή ο θεωρητικός λογοτέχνης; Και όταν λέμε ‘αστικό’ εννοούμε της πόλης ή της τάξης; Και τί είναι το έργο; Πόνημα του νου και των αισθήσεων ή των χεριών και της κοινωνίας; Το τοπίο πάλι; Είναι εσωτερικό (ψυχισμός), εξωτερικό (ατμόσφαιρα, ενέργεια, οπτικό πεδίο) ή μήπως η κατηγορία landscape αντί για portrait στη ζωγραφική και τη φωτογραφία; Τέλος, η τέχνη είναι δημιουργία ή θεσμός; Θα ήταν κι εδώ θεμιτή κάθε προσπάθεια απάντησης σε αυτά τα δι-λήμματα, που θα εμπλούτιζε επιστημονικά αντικείμενα όπως η αισθητική φιλοσοφία και η ιστορία της τέχνης ή τα αντίστοιχα λήμματα σε ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό ευρείας χρήσης (επίσης από τα μοντερνιστικά αντικείμενα ταξινόμησης του χάους που λάτρευε ο Μπένγιαμιν, όπως οι βιβλιοθήκες).
Κάπως έτσι επιβάλλεται η λύση της παρένθεσης. Ποιός γράφει την εργασία, πώς σχετίζεται με το θέμα και γιατί θα μας μιλήσει τώρα γι’ αυτό; Για το βαθμό του καθηγητή που θα την αξιολογήσει, για την προσωπική απόλαυση, για την προσφορά στο σύνολο; Και τότε οι επιλογές ανάλυσης και σύνθεσης ξεκαθαρίζουν: σε μένα ο Μπένγιαμιν και το αστικό τοπίο ως έργο τέχνης επανέρχονται μαζί κυκλικά, περιλαμβάνοντας κάθε φορά και άλλα στοιχεία. Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να παρουσιάσω ενδεικτικά δύο αμοντάριστα πλάνα της σχέσης μου αυτής με το θέμα του τίτλου της παρούσας εργασίας, πιστή στη μοντερνιστική μεθοδολογία που του ταιριάζει, ως αυτοβιογραφικά ντοκουμέντα σχολιασμένα στο πλαίσιο του συγκεκριμένου μαθήματος.
Ίσης περίπου έκτασης, σχεδιασμένα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (το μεν γαλλικό στα συντρίμμια από τους βομβαρδισμούς των νότιων τειχών του Παρισιού, το δε ελληνικό μετά τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης, με τελική καταπάτηση του εβραϊκού της νεκροταφείου), και με κύρια περίοδο οικοδόμησης από τον Μεσοπόλεμο μέχρι τις δεκαετίες ’70-’80, τα δύο πανεπιστημιακά πάρκα με τους επώνυμους αρχιτεκτονικούς θησαυρούς παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες και διαφορές, που θα αναφερθούν στο πρώτο μέρος της εισήγησης, μετά την εισαγωγή.
Σε ένα δεύτερο μέρος, θα επιχειρηθεί μία γεωπολιτική και ιστορική/αισθητική ανάλυση της σύγκρισής τους (πόλεμοι, Σχέδιο Μάρσαλ, Δυτική Ευρώπη και Νοτιοανατολική Μεσόγειος, Μοντερνισμός, μνημειακότητα της αρχιτεκτονικής, κλπ.) και στο τρίτο μέρος, πριν από τα συμπεράσματα που θα καταδείξουν το ενδιαφέρον της αναζήτησης των αιτιών μίας τέτοιας μελέτης, θα τοποθετηθούν χωριστά και μαζί στη συζήτηση γύρω από: ζητήματα εκπαιδευτικών πολιτικών που κλήθηκαν και καλούνται να υπηρετήσουν, τη σχέση τους με το υπόλοιπο αστικό τοπίο και την εικόνα/οικονομία/κοινωνία της κάθε χώρας, την ηθική της χρήσης τους και προτάσεις για το μέλλον τους ανάλογα με συγκυριακές αλλά και μόνιμες ανάγκες.
Λέξεις-κλειδιά: Παρίσι, Θεσσαλονίκη, Εκπαιδευτική Πολιτική, Μοντερνισμός.
Abstract
Of almost equal size, both designed after World War I (the French in the wreckage of the bombardment of the south walls of Paris, and the Greek after the great fire of Thessaloniki and the final encroachment of the city’s Jewish cemetery), these two university parks, with their branded architectural treasures built during the period between the ’30’s and the ’80’s, show significant similarities and differences, which will be mentioned in the first part of the lecture, after the introduction.
In a second part, a geopolitical and historical/aesthetic analysis of their comparison will be attempted (wars, Marshall Plan, Western Europe and Southeast Mediterranean, Modernism, monumentality of architecture, etc.) and in the third part, before concluding to demonstrate the interest in seeking out the causes of such a comparative study, they will be placed separately and together in the debate on issues of educational policies that they have been and they still are called upon to serve, in relation to their surrounding urban landscape, to the image / economy / society of their two countries, to the ethics of their use, and to proposals for their future, depending on short-term and permanent needs.
Keywords: Paris, Thessaloniki, Educational Policy, Modernism.
et publiée ici: https://www.editions-harmattan.fr/index.asp?navig=catalogue&obj=livre&no=48065
Article de collectif publié dans Collection Rencontres, n° 10, Classiques Garnier, 03/01/2011: https://classiques-garnier.com/roman-et-theatre-une-rencontre-intergenerique-dans-la-litterature-francaise-au-dela-du-principe-de-genre.html
"How should we form and use an archive?" is the same question as "What is memory?" In the archive, we live in the past; with the archive, we live in the present; for it, in the future; without it, in the void, either unnamable or just lucky. All Beckett deals with this question, but the answers given in his texts and life are full of contradiction and repetitions, representative of the transition era in which his personal time met the eternal one (Hegelian end of History, Freudian blow to the Narcissism, Modernism in Art, two World Wars), and invalid today (how many of you keep an email backup?). Beckett ended his letter to Howe from Berlin in 1936 with the aphorism: "The classifiers are the obscurantists." Indeed, in this paper, I am trying to show why and how Beckett created many diary keepers and archivists (Malone, Krapp, Winnie, even the Dépeupleur), how he attempted (and failed) to organise chaos through many lists and categorisations by external or posterior narrators and spectators (Watt, How it is, Company, Ohio Impromptu), and how he was unceasingly taking notes himself. If by all this he meant that the brightness of memories, senses and creations is as unsustainable as its loss, this paper means to enlighten the double awareness suggested by Beckett's work itself, both semantically and technically: archiving is an addictive game resembling to life, you did not start it, it is not an end. If you judge, you do not play, if you play, you may lose. So, one should constantly do it and undo it, being imaginative with the canon, and associating it to other lifelike games (i.e. writing, theater, wandering or… chess!)
Published in the book with the conference archives: The tragic comedy of Samuel Beckett: "Beckett in Rome" 17-19 April 2008/ Editori Laterza, Italy
https://www.laterza.it/index.php?option=com_laterza&Itemid=97&task=schedalibro&isbn=9788842090700
Υπάρχει μια φράση που αποδίδεται στον Freud και θα με βόλευε να χρησιμοποιήσω, για να αναπτύξω τη θέση του τίτλου της παρούσας ομιλίας που είναι ‘Το αυτοπορτραίτο ως αντι-Ιστορία’, παραφράζοντας την για φωτογράφους: «Όπου κι αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής είχε ήδη πάει εκεί»• όμως, έχω κοινό ιστορικούς και δεν υπάρχει καμία τεκμηριωμένη πηγή να παραθέσω, πουθενά σε όλη τη φροϋδική βιβλιογραφία, ούτε ακόμη και στα χειρόγραφα ή στα ανάλεκτα του ιδρυτή της ψυχανάλυσης, δεν αποδεικνύεται ότι έγραψε ή είπε ακριβώς αυτή τη φράση.
Ίσως για τέτοιες αποδόσεις να ευθύνονται μαθήτριες και μαθητές των σπουδαίων προσώπων ή δημοσιογράφοι, που προσπάθησαν να ερμηνεύσουν ή να εκλαϊκεύσουν το έργο, τη σκέψη, την προσωπικότητα των πρωτοπόρων διάσημων δασκάλων, με περισσότερο ή λιγότερο σεβασμό, αναλόγως των προθέσεων χρήσης (οικειοποίηση, εντυπωσιασμός, αποδόμηση, κ.λπ.). Για το παράδειγμά μας, πρόχειρα μπορώ να αναφέρω τον Γάλλο μεταπολεμικό φιλόσοφο Jacques Derrida (κι εδώ που τα λέμε όλον τον σημειολάγνο μεταμπαχτινικό-περιλακανικό κύκλο του Παρισιού των δεκαετιών από το ’50 μέχρι το ’80), που προσπάθησε να απαντήσει, μετά το Ολοκαύτωμα και την αδυναμία λόγου που επήλθε από τέτοιο ταυτόχρονο έγκλημα και τραύμα, σε προαιώνιες ερωτήσεις σχετικά με τον αυτουργό, την αποδοχή, την αντικειμενικότητα, τη διαχρονικότητα, την αξία, τις διαμεσολαβήσεις, το αποτύπωμα της έντεχνης ανθρώπινης έκφρασης.
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, ο Derrida (σε πολλά κείμενά του, αλλά επιλέγω επίτηδες το βιβλίο “Καρτ-ποστάλ: από τον Σωκράτη στον Φρόιντ και πέραν. Η Φιλοσοφία πράγματι”, αμετάφραστο στα ελληνικά) διαβάζει τα λογοτεχνικά διαβάσματα του Freud ως ένα μίγμα δέους και φόβου: ο Freud, για τον Derrida, είχε αμφίθυμη σχέση με τη λατρεία του για τους ποιητές και άλλους καλλιτέχνες, καθώς από τη μία του έδιναν έμπνευση και επιβεβαίωση των μεθόδων και των θεωριών του, ενώ, από την άλλη, όταν όλος ο αγώνας του ήταν να καθιερώσει την ψυχανάλυση ως επιστήμη στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αι., πώς θα έβγαινε να δηλώσει ότι τα ίδια έλεγε και ο αλαφροΐσκιωτος Σέξπιρ ή ζωγράφιζε και σκάλιζε στο μάρμαρο ο ιδιοφυής Μιχαήλ Άγγελος; Ένιωθε να τον περιμένουν όλοι στη γωνία, και οι μεν και οι δε. Δεν είναι δύσκολο, λοιπόν, από μία τέτοια θεώρηση και ανάλυση του Freud σαν αυτή που μας έδωσε ο Derrida, να μας μείνει στο συλλογικό πολιτιστικό ασυνείδητο η αίσθηση της φράσης «Όπου κι αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής είχε ήδη πάει εκεί»!
Τί και ποιόν πειράζει αν ο Freud δεν το είπε αλλά το εννοούσε ακριβώς έτσι; Τί και ποιός καθορίζει τις εκδοχές του νοήματος όταν πρέπει να αναπαραχθούν μαζικά; Ποιά είναι τα όρια της παράφρασης και ποιός τα θέτει; Γίνεται να έχουμε και τεκμηρίωση (πραγματικότητα) και επίδραση στο φαντασιακό (α-λήθεια); Στην αναζήτηση αυτού του συγκερασμού, αναδύονται η έννοια και οι πρακτικές της αντι-Ιστορίας: ποιό είναι το ελάχιστο ικανό τεκμήριο αυθεντικότητας; Η καταγραφή εαυτού. Πώς όμως θα μαθευτεί και θα συν-κινήσει; Ίσως, αν καταγράφουμε όλες και όλοι εαυτούς και μεταδίδουμε. Τότε η ιστορική επι-σημότητα (το η ιστορία, δηλαδή, να αποκτά νόημα) εξασφαλίζεται από την παράθεση σημαντικών ατόμων και όχι κυριαρχικά με εξαγωγή/επαγωγή/αναγωγή των επιθυμητών ποιοτικών συμπερασμάτων από γενικά ποσοτικά χαρακτηριστικά και στατιστικές, που εύκολα εφαρμόζονται και αλλοιώνονται.
Προτείνω, λοιπόν, να δούμε μαζί πώς το αυτo-πορτραίτο, ιδίως το φωτογραφικό, λειτούργησε και μπορεί να λειτουργήσει με αυτόν τον συν-ιστορικό τρόπο, μέσα από αναδρομή σε ενδεικτικές περιπτώσεις, και μέχρι τον κίνδυνο να γίνει αισθητικός-τεχνολογικός φορμαλισμός και να φέρνει τα επικοινωνιακά αποτελέσματα που καλούνταν να ανατρέψει (βλ. επεξεργασία των selfies στα κοινωνικά δίκτυα).
Par A une Passante, chef d’œuvre minuscule en taille mais sublime en valeur et densité, par ce passage d’une captivité accidentelle extérieure à un exil essentiel intérieur, nous tenterons donc ici d’aborder une des images qui hantent la poésie de Baudelaire, d’écouter sa voix même et de suivre les voix qui traversent son regard et ce qu’il se dit dans et par ses regards.